28/7/08

Αγρύπνια (Νίκος Γραμματικός, 2006)

Είχα δει τους Απόντες όταν τελείωνα το λύκειο. Από την πρώτη φορά, εκείνη η ταινία με είχε σημαδέψει: ίσως γιατί μιλούσε για την προηγούμενη από εμάς γενιά που τόσο λίγο γνώριζα και καταλάβαινα, που είχε όλα τα φόντα και τις προϋποθέσεις να πετύχει και παρόλα αυτά απέτυχε, ίσως γιατί μου έδινε μια ιδέα για το μέλλον μας, το μέλλον της δικής μου παρέας. Από τότε, ο Γραμματικός και ο Παναγιωτόπουλος έδειχναν μια προτίμηση για τον περιθωριακό, τον παρία, τον ασυμβίβαστο ή απροσάρμοστο, τον μοναχικό ήρωα. Η προτίμηση αυτή παραμένει σταθερή και στον Βασιλιά, όπου βασικό θέμα είναι ένας πρώην φυλακισμένος που προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αλλά η συντηρητική κοινωνία της ελληνικής επαρχίας τον οδηγεί ξανά στο περιθώριο και το αδιέξοδο.

Μετά από πολύ καιρό αναμονής, κατάφερα να δω και την Αγρύπνια, έστω στην τηλεόραση. Μεταμεσονύχτια φυσικά προβολή, μόνο αυτή άλλωστε ταιριάζει στην ταινία, που επίσης διαδραματίζεται στο διάστημα μιας νύχτας. Πρωταγωνιστής είναι πάλι μια φιγούρα του περιθωρίου, παρά την ευυπόληπτη θέση του, ως διεφθαρμένος αστυνομικός, ο οποίος αφού πυροβόλησε τη γυναίκα του αναζητεί καταφύγιο από τη νύχτα και προστασία από τον αδερφό του, που έχει να δει χρόνια και σήμερα είναι παπάς. Βέβαια, καθώς τονίζεται εξαρχής, όπως ο μεν ουδεμία σχέση έχει με τον νόμο, έτσι και ο άλλος δεν είναι σε καμία περίπτωση άγιος. Αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την συμβολικά φορτισμένη αντιπαράθεση των δύο αδερφών, αφενός λόγω της θέσης τους ως προς την οικογένεια, αλλά κυρίως λόγω της κοινωνικής τους θέσης. Για να μην μιλήσω για το πόσες ανάλογες ταινίες ή ιστορίες μπορεί να φέρει στο μυαλό η αντιπαράθεση δύο αδερφών, αναφέρομαι μόνο σε δύο που μου θύμισε εμένα, μόνο επειδή ο ένας πρωταγωνιστής είναι μπάτσος: το πρόσφατο We own the night, αλλά και το παλαιότερο Indian Runner του Sean Penn. Ασφαλώς, στην συγκεκριμένη περίπτωση, κανένας από τους δύο αδερφούς δεν μπορεί να αποκαλέσει πρότυπο. Γιατί ο ένας μεν προσφέρει στην οικογένειά του αλλά δρα καταστροφικά ως προς το κοινωνικό σύνολο, ο άλλος γιατί προσφέρει μεν στο κοινωνικό σύνολο αλλά τίποτα στην οικογένεια, τουναντίον μάλιστα προκαλεί την δολοφονική ενέργεια του αδερφού του.

Παρά την ιδιαίτερη αγάπη μου για τις ταινίες του Γραμματικού, πάλι, όπως και στο Βασιλιά, κάτι με χαλάει. Θα το εντόπιζα και στη σκηνοθεσία και στο σενάριο, κυρίως όταν πρόκειται για πολυπρόσωπες σκηνές. Για κάποιο λόγο με παραπέμπουν σε σήριαλ. Από την άλλη, θαυμάζω την κινηματογράφηση της νυχτερινής Αθήνας (και του Πειραιά)· της Αθήνας του υποκόσμου, των απόκληρων, των περιθωριακών, των ψευδοφιλόσοφων, των ιερόδουλων, των στριπτηζάδικων, των βιομηχανικών τοπίων, των έρημων δρόμων. Με λίγα λόγια, του ασφυκτικού αστικού πλέγματος που εγκλωβίζει τους ήρωες. Στην ασφυκτική ατμόσφαιρα, συντελεί και η για άλλη μια φορά καταιγιστική ερμηνεία του Μουρίκη (κάποιες στιγμές μου θύμιζε κάτι από Νοσφεράτου) με το άσθμα του, το γρήγορο μοντάζ, καθώς και η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου (τελικά μάλλον ο τίτλος «Ασφυξία» θα ήταν πιο πετυχημένος). Πολύ ωραίο και το τέλος, με τη μπουκαπόρτα να υψώνει το σώμα του ιερέα, σαν χριστική φιγούρα, και το όνομα του πλοίου «Αίαντας» να δίνει μια ακόμα μυθολογική πινελιά με φόντο το χάραμα μιας νέας μέρας.


Μ.Μ.


3/7/08

Klute (Alan J. Pakula, 1971)

Αφού παίζεται ακόμα στα αθηναϊκά θερινά (δεν ξέρω αν θα συνεχίσει και αυτή την εβδομάδα) η επανέκδοση της ταινίας του Alan Pakula, ας γράψουμε και εμείς τη γνώμη μας. Το Klute (Η Εξαφάνιση, στα ελληνικά) ανήκει σε μια τάση αναβίωσης του φιλμ νουάρ στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 (μαζί με Point Blank, The Long Goodbye, κα). Ο Klute, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Donald Sutherland, κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για έναν εξαφανισμένο φίλο, γνωρίζει ένα call-girl (τη βραβευμένη με όσκαρ για τον ρόλο της, Jane Fonda) και διαπιστώνει ότι απειλείται η ζωή της από ένα παρανοϊκό πελάτη της. Αποφασίζει λοιπόν να την προστατέψει, χωρίς αρχικά, αλλά έπειτα με τη συναίνεσή της.

Η ταινία παρουσιάζει ενδιαφέρον για δύο λόγους: πρώτον για την σκοτεινή ατμόσφαιρα αγωνίας (χάρη στην υπέροχη νεονουάρ φωτογραφία του Gordon Willis), η οποία προϊδεάζει για το κλίμα που θα επικρατήσει στην Αμερική την δεκαετία του ’70 (βλέπε τις επόμενες ταινίες του Pakula, το Parallax View, τη Συνομιλία του Κόπολα), με τα πολιτικά σκάνδαλα, τις δολοφονίες, την οικονομική κρίση, το τέλμα του ηρωισμού. Δεύτερον, γιατί εξετάζει το θέμα των φύλων, ενώ είναι ακόμα επίκαιρα τα φεμινιστικά κινήματα και η λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση.

Ωστόσο, παρά τις αλλαγές στην αμερικανική κοινωνία, οι ταινίες φεμινιστικής οπτικής θα αργήσουν να έρθουν. Το γεγονός ότι βλέπουμε την πρωταγωνίστρια της ταινίας (δικαίως αναρωτιούνται κάποιοι γιατί δεν ονομάστηκε Bree η ταινία) ως πόρνη που μπορεί να ζει μόνη της και ανεξάρτητη σε μια μεγαλούπολη είναι ήδη μια τολμηρή αναπαράσταση για τον mainstream κινηματογράφο της εποχής. Όμως αυτή η ανεξαρτησία της αποδεικνύεται όχι μόνο εύθραυστη, αλλά αδύνατη. Η παρουσία του ντετέκτιβ δηλώνει την ανάγκη ύπαρξης ενός άντρα για να την προστατεύει. Και όχι μόνο αυτό: η εικόνα του τέλους με το ευτυχισμένο ζεύγος να φεύγει για κάποιον άγνωστο προορισμό πιθανόν στην επαρχεία, μακριά από τη διαστροφή της πόλης, είναι μια επιστροφή στο παραδοσιακό όνειρο της πατριαρχικής οικογενειακής ευτυχίας. Βέβαια, και η φιγούρα του Klute είναι ένα δείγμα της κρίσης του αντρισμού και του ηρωισμού που είναι σύμπτωμα των κοινωνικών αλλαγών. Αλλά παραμένει το δυνατό αρσενικό, που συμβολίζει την προστασία. Μια ερμηνεία που έχει δοθεί στην ταινία (και τη θεωρώ αρκετά επιτυχή) είναι ότι o Klute και ο δολοφόνος Cable είναι συμπληρωματικοί χαρακτήρες σε σχέση με την Bree: ο ένας την τιμωρεί για τη ζωή που έχει επιλέξει και ο άλλος την επιβραβεύει για τον παραδοσιακό ρόλο που της προσφέρει να ακολουθήσει. Αυτή η διπολικότητα κυριαρχεί σε αρκετές ταινίες της περιόδου και δείχνει τον ασυνείδητο ίσως φόβο και την απειλή που βιώνουν οι άντρες της εποχής απέναντι στην απελευθέρωση των γυναικών. Ακριβώς γιατί καλούνται και οι ίδιοι να αλλάξουν ρόλο.

M.M.