25/4/10

Gainsbourg - Vie héroïque (Joan Sfarr, 2010)


Η ταινία που άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, Gainsbourg (Vie Héroïque), βγήκε τώρα και στις αίθουσες. Μετά την παγκόσμια επιτυχία του La vie en rose, της βιογραφίας της Edith Piaf, ο γαλλικός κινηματογράφος συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν προσωπικότητες στη Γαλλία που μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Κι έτσι ανοίγει ο δρόμος για δύο ακόμα ταινίες με την ίδια συνταγή: το Coco avant Chanel και το Gainsbourg (Vie Héroïque).
Εγκαίνια λοιπόν, όλος ο καλός ο κόσμος, ουρά από το Αττικόν μέχρι την πλατεία Κλαυθμώνος, πήγα 40 λεπτά πριν και έκατσα στα σκαλάκια. Για την ταινία ή για τον Jean-Paul Gautier δεν ξέρω, πάντως σίγουρα όχι για την Νανά Μούσχουρη. Καλά δεν λέω respect στη Νανά, αλλά τόσες ωραίες γυναίκες παίζουν στην ταινία, τη Νανά μας φέρανε (που δεν παίζει κιόλας); Αφού ο JPG και η Νανά μας εξήγησαν τι σχέση έχουν (ή δεν έχουν) με τον κινηματογράφο, και μετά από μια ώρα αναμονής στα σκαλάκια μέχρι να τελειώσουν οι ομιλίες, κάποια στιγμή ξεκίνησε η ταινία.
Αρχικά η ταινία φαίνεται ενδιαφέρουσα, ωραία αισθητική, ένας ηθοποιός που μοιάζει απίστευτα στον Γκαινσμπούρ, γαλλικό touch, αλλά και το ενδιαφέρον εύρημα του διπλού Γκαινσμπούρ, του άλλου του "κακού" εαυτού, εύρημα που σίγουρα φέρει την υπογραφή του δημιουργού της ταινίας, ο οποίος μας εξήγησε προηγουμένος ότι είναι σχεδιαστής και όχι σκηνοθέτης. Κατά τα άλλα όμως η ταινία ακολουθεί μια κλασική συνταγή biopic, από τα παιδικά χρόνια στο κατεχόμενο Παρίσι ώς τις πρώτες επιτυχίες και τις πολλαπλές κατακτήσεις του στο άλλο φύλο, για να καταλήξει στα χρόνια της παρακμής. Είναι όμως σαφής η προσπάθεια να χωρέσουν όλα στο σενάριο, σαν να είναι χρονομετρημένα, τόσα λεπτά για την κάθε γυναίκα, άλλα τόσα για κάθε σημείο-σταθμό της ζωής του, άλλα τόσα για την οικογένειά του. Άψογα δομημένο σενάριο, αλλά τελικά χάνεται η ουσία, το συναίσθημα, το ενδιαφέρον, και μια "ηρωική ζωή" καταντάει βαρετή. Επίσης δεν φαίνεται να εστιάζει κάπου, το κεντρικό εύρημα του δεύτερου Γκαινσμπούρ εξαντλείται και μένουμε να παρακολουθούμε πόσο επιτυχημένα θα ενσαρκώσει ο πρωταγωνιστής τον γεροξεκούτη αλκολικό Γκαινσμπούρ και πόσο αποτυχημένα θα περάσει η παρέλαση των μεγάλων γυναικείων ονομάτων. Οι γυναίκες δεν έχουν γοητεία, ο Γκαινσμπούρ έχει γοητεία μόνο επειδή ξέρουμε ποιος είναι και τα σκαλάκια έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ άβολα.
Κάτι τελευταίο: ο σκηνοθέτης Joann Sfar μας είπε ότι οι Αμερικανοί συμπαραγωγοί της ταινίας του ζήτησαν να κάνει την ταινία όσο πιο γαλλική γίνεται. Μήπως όμως αυτή η γαλλική σφραγίδα τείνει να γίνει απλώς συνταγή επιτυχίας για όποιο προϊόν θέλει να πουλήσει στο εξωτερικό; Διότι η εγχώρια αγορά είναι εξασφαλισμένη, ούτως ή άλλως, όταν πρόκειται για μια προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς.
M.M.

Ένα στιγμιότυπο από την ταινία, το ντουέτο με τον Μπορίς Βιαν:


20/4/10

Ολομόναχοι μαζί (Kim Ki Duk, 2005)

Το είχα δει όταν είχε βγει σε ένα από τα κλασικά συνοικιακά σινεμά στο Παρίσι. Δεν θυμάμαι πια με ποιον ήμουν, θυμάμαι τη γλυκιά γεύση που μου είχε αφήσει, καθώς και πολλές σκηνές από την ταινία. Μεγαλώνοντας, όλο και περισσότερο ξεχνάω τις ταινίες που βλέπω. Μετά από λίγες μέρες, δεν θυμάμαι τίποτα. Έτσι, οι ταινίες που μου μένουν χαραγμένες στη μνήμη, είναι συνήθως αυτές που έχουν να πουν και να δείξουν κάτι διαφορετικό. Το άλλο που θυμάμαι από εκείνη την προβολή, ήταν ότι κάτι είχε συμβεί και χάσαμε το τέλος. Δευτερόλεπτα ίσως, αλλά rewind δεν έπαιζε και έτσι μείναμε να φανταζόμαστε πώς ήταν το τέλος.
Πετυχαίνοντας λοιπόν χθες στην τηλεόραση το Ολομόναχοι μαζί, αποφάσισα να το ξαναδώ. Και γοητεύτηκα ξανά από μια διαφορετική ερωτική ιστορία, ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές που δεν μιλούν ποτέ. Αντίθετα από τo A scene at the sea του Kitano, που πάλι είχαμε μια βωβή ερωτική ιστορία, εδώ οι ήρωες δεν είναι κωφάλαλοι, ή τουλάχιστον δεν το μαθαίνουμε στην εξέλιξη της ταινίας, επιλέγουν να μην μιλάνε ή δεν χρειάζεται να μιλάνε. Είναι και αυτό στο πλαίσιο της zen αντίληψης του κόσμου που προβάλλει ο Κιμ Κι Ντουκ. Το σενάριο είναι ένα καλοσχεδιασμένο zen παραμύθι, με τις επαναλήψεις του, τους κύκλους και τις ανατροπές του, με τους χαρακτήρες άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους, σε μια αλυσίδα όπου οποιαδήποτε κίνηση επηρεάζει τους υπόλοιπους.
Ο ήρωας περνάει το χρόνο του μπαίνοντας σε σπίτια αγνώστων. Σε ένα από αυτά θα συναντήσει μια δυστυχισμένη σύζυγο, που θα φύγει από το σπίτι της και θα τον ακολουθήσει. Μολονότι κάποια στιγμή ο ήρωας φαίνεται να τιμωρείται για τις πράξεις του, μέσα από την τιμωρία και τον εγκλεισμό, μέσα από την επιθυμία του για μία γυναίκα, θα εξαϋλωθεί, θα μετατραπεί σε γιόγκι ή σε φάντασμα για να ξαναβρεί την αγαπημένη του. Είδα λοιπόν και το τέλος, στιγμή μοναδικής ομορφιάς, ένα αγκαλιασμένο ζεύγος μηδενικού βάρους. Μέσα από τον πόνο και την τιμωρία, η σοφία, η αρμονία και η κατάκτηση του απόλυτου. Όλα υπάρχουν για κάποιο λόγο σε αυτή την ταινία, ίσως αν ήξερα κάτι παραπάνω από ασιατική κουλτούρα να μπορούσα να πω για τα αντικείμενα, για τα ντεκόρ, για τη φιλοσοφία, μένω στην ομορφιά και στην απλότητα, στις εικόνες όπου τα λόγια δεν είναι απαραίτητα.
M.M.