It Follows λοιπόν
και μας οδηγεί στην επιστροφή -μετά από αρκετό καιρό- στο blog.
Από την πρώτη
κιόλας σκηνή, η εξαιρετική ταινία του David Robert Mitchell… «μυρίζει» Τζον Κάρπεντερ και Μπράιαν Ντε
Πάλμα. Σε έναν -ανατριχιαστικά- ήσυχο δρόμο, μιας τυπικής, μεσοαστικής αμερικανικής
γειτονιάς, σε κάποιο ανώνυμο προάστιο, μια νεαρή κοπέλα βγαίνει τρέχοντας από
το σπίτι της. Κάτι την κυνηγάει. Δεν βλέπουμε ποτέ τι. Η κάμερα την ακολουθεί
με ένα καθηλωτικό πανοραμίκ 360 μοιρών. Εκείνη, κατατρομαγμένη, πασχίζει να
τρέξει, καθώς φοράει γόβες -η ταινία «παίζει» διαρκώς με διάφορα ανάλογα κλισέ
των ταινιών τρόμου-, ενώ εμείς παραμένουμε απλοί θεατές της εφιαλτικής καταδίωξής
της από κάτι άγνωστο και αόρατο (;). Ο πατέρας της απορημένος τη ρωτά τι συμβαίνει.
Η κοπέλα επιστρέφει τρέχοντας στο σπίτι, για να ξαναβγεί και να φύγει με το
αυτοκίνητο.
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές, θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι πρόκειται για την περιγραφή μιας σκηνής από κάποια (και είναι πάρα πολλές) νεανική ταινία τρόμου (ή «dead teenager movies», όπως τις είχε αποκαλέσει ο Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert). Ωστόσο η ταινία του Mitchel, «παίζοντας» με τις συμβάσεις του είδους και δημιουργώντας μια εντυπωσιακά απόκοσμη ατμόσφαιρα (βοηθάει και η εξαιρετική μουσική του Disasterpeace, η οποία θυμίζει ασφαλώς αυτή του Halloween), αποτελεί ένα αναζωογονητικό καρπεντερικό hommage, που ξεχωρίζει χάρη στην «ήρεμη» οπτική ομορφιά του, την πλαστικότητα των κάδρων του, τα οποία μας οδηγούν στο να αναζητούμε με αγωνία, μέσα στο βάθος πεδίου τους, το Κακό το οποίο πλησιάζει, αλλά και να ανακαλύπτουμε το Κακό το οποίο είναι ήδη εδώ, σε ένα Ντιτρόιτ ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο σχεδόν ολοκληρωτικά από ενήλικες.
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές, θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι πρόκειται για την περιγραφή μιας σκηνής από κάποια (και είναι πάρα πολλές) νεανική ταινία τρόμου (ή «dead teenager movies», όπως τις είχε αποκαλέσει ο Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert). Ωστόσο η ταινία του Mitchel, «παίζοντας» με τις συμβάσεις του είδους και δημιουργώντας μια εντυπωσιακά απόκοσμη ατμόσφαιρα (βοηθάει και η εξαιρετική μουσική του Disasterpeace, η οποία θυμίζει ασφαλώς αυτή του Halloween), αποτελεί ένα αναζωογονητικό καρπεντερικό hommage, που ξεχωρίζει χάρη στην «ήρεμη» οπτική ομορφιά του, την πλαστικότητα των κάδρων του, τα οποία μας οδηγούν στο να αναζητούμε με αγωνία, μέσα στο βάθος πεδίου τους, το Κακό το οποίο πλησιάζει, αλλά και να ανακαλύπτουμε το Κακό το οποίο είναι ήδη εδώ, σε ένα Ντιτρόιτ ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο σχεδόν ολοκληρωτικά από ενήλικες.
Το σενάριο του
It Follows -απορίας άξιον πως κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε σκεφτεί να
χρησιμοποιήσει αυτόν τον τόσο απλό και αποτελεσματικό τίτλο-, επιτρέπει
διάφορες ερμηνείες, κάτι το οποίο ωστόσο εξαρτάται περισσότερο από το πώς θα «διαβάσει» κάποιος την ταινία, και όχι απαραίτητα με αυτό το οποίο θέλει να δείξει
το φιλμ (κάτι που οι κριτικοί του κινηματογράφου τείνουν συχνά να ξεχνούν). Όπως οι
περισσότερες ταινίες τρόμου (από τους Δράκουλες και το Cat People,
μέχρι το Scream και τις διάφορες νεανικές ταινίες τρόμου), έτσι και το It Follows μιλάει για το σεξ: η σεξουαλική επιθυμία, η ερωτική επαφή, το απαγορευμένο
σεξ, η αιμομιξία, το σεξ ως μορφή εκδίκησης και τιμωρίας, το πληρωμένο σεξ, το λυτρωτικό σεξ... Ερωτηθείς για τις διάφορες αναγνώσεις της ταινίας του, o ίδιος ο
Mitchell (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο), έδειξε πάντως ενοχλημένος στην αναφορά κάποιων «πουριτανικών» προσεγγίσεων, που κάνουν λόγο για ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα ή για την απόλυτη ενοχοποίηση της σεξουαλικής
επαφής. Για τον Mitchell το Κακό
του It Follows πηγάζει από
τον απλό και αρχέγονο εφιάλτη της καταδίωξης από το Άγνωστο, ενώ η ταινία αφορά περισσότερο τους φόβους της ίδιας της ζωής και της ενηλικίωσης: «η ίδια η πράξη
της ζωής μας βάζει σε κινδύνους», λέει χαρακτηριστικά ο νεαρός δημιουργός.
Η «αισθητική του κρυμμένου
και του κρυφού», του Άγνωστου και του Οικείου, του πολυπρόσωπου και συνάμα αόρατου Κακού, η
οποία κυριαρχεί στην ταινία είναι άλλωστε και η μεγαλύτερή της δύναμη. Αυτό το οποίο δεν
βλέπουμε είναι άλλωστε πάντα, πιο τρομακτικό από αυτό το οποίο βλέπουμε – η σκηνή της
πισίνας φέρνει αναπόφευκτα στο νου την αντίστοιχη από το Cat People (1942)
του Jacques Tourneur, όπου η απειλή παραμένει πάντοτε μια σκιά.
It Follows και
τελικά... it stays.
Α. Τ.