Το καλύτερο είναι να μην ξέρεις τι πας να δεις. Έτσι πήγα κι εγώ και έτσι το προτείνω. Η έκπληξη είναι εγγυημένη. Ήξερα απλώς ότι ήταν μια ταινία για ένα κορίτσι και έναν σκύλο. Ούγγρικη, τι καλύτερο. Ίσως να μου θύμιζε κάτι και το όνομα του σκηνοθέτη καθώς είχαμε δημοσιεύσει μια κριτική για προηγούμενη ταινία του, το Delta.
Θα μπορούσε να είναι αμερικανική υπερπαραγωγή ευρείας κατανάλωσης, θα μπορούσε να είναι ένα ρομαντικό παραμύθι, ένα χιτσκοκικό thriller ή ένα b-movie sci-fi, ακόμα και μια σινεφίλ ποιητική ταινία. Δεν είναι όμως τίποτα από αυτά, ή μάλλον είναι λίγο απ' όλα αυτά.
Είναι πάνω απ' όλα ένας ύμνος στους σκύλους, στους αδέσποτους, στους μπάσταρδους, στους ανυπάκουους, στους ρέμπελους, στους τεμπέληδες, στους παρασιτικούς, στους περιπλανώμενους, στους αγωνιστές, στους ανεπίδεκτους μαθήσεως, στους άστεγους, στους απρόσκλητους, στους ανεπιθύμητους, στους απροσάρμοστους, στους φευγάτους, στους αλληλέγγυους, στους ανυπότακτους, στους ρομαντικούς, στους επαναστάτες, στους ξένους, στους μαύρους, στους τσιγγάνους, στους διαφορετικούς, στους αλήτες, στα φρικιά, στα τσακάλια, στους μέθυσους, στους βρυκόλακες, στα κογιότ, στους κανέλους και στους λουκάνικους, στους έγκλειστους, στους απεργούς πείνας, στους εξεγερμένους. (Γιατί να συνεχίσω όταν τα έχει πει όλα ο Λουκιανός)
Όλα αυτά έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν προέρχονται από την Ουγγαρία, όπου ένα νεοναζιστικό κόμμα σαν το δικό μας διακηρύττει το μίσος απέναντι στους τσιγγάνους και τους εβραίους. Αλλά θα μπορούσαν εύκολα να ταιριάξουν και ως μια αλληγορία για την Ελλάδα, γι' αυτήν την κατάσταση τη μονίμως έκρυθμη, γι' αυτούς που σπάνε τη σιωπή και τη συναίνεση και έχουν απελευθερωθεί από το φόβο, για την ηρεμία την ώρα του κονσέρτου και για την πόλη που ερημώνει.
Ηθελημένα ή όχι (όχι ακριβώς, κατά τον σκηνοθέτη), ο τίτλος υποδηλώνει μια αντιστροφή της εκπληκτικής τανίας White Dog του Samuel Fuller, με πρωταγωνιστή έναν σκύλο εκπαιδευμένο να επιτίθεται σε μαύρους. Στο White God, τα δεδομένα αντιστρέφονται.
Η ιστορία του ντοκιμαντέρ έχει να επιδείξει πολλά παραδείγματα τεχνασμάτων και πανουργίας. Κάθε ντοκιμαντερίστας ψάχνει τον καλύτερο τρόπο για να αποσπάσει την αλήθεια που κρύβουν οι πρωταγωνιστές του. Η κρυφή κάμερα είναι από τα πιο διαδεδομένα μέσα αποπλάνησης. Σε μία από τις διασημότερες σκηνές στην ιστορία του ντοκιμαντέρ, στη Shoah του Claude Lanzmann, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την κρυφή κάμερα απέναντι σε έναν αξιωματούχο των SS: τον ρωτάει υπομονετικά, φιλικά, κυνικά, με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να αποσπάσει τις ομολογίες των εγκλημάτων του.
Από αυτήν την άποψη, το Act of Killing πάει ένα βήμα μακρύτερα από κάθε ντοκιμαντέρ ως τώρα. Χρησιμοποιεί ένα πρωτόγνωρο τέχνασμα, το οποίο καθίσταται δυνατό χάρη στο ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς και την πρόσφατη ιστορία της Ινδονησίας: βάζει τους πρωταγωνιστές του να παίξουν το ρόλο του εαυτού τους, σε μια μυθοπλασία-αναπαράσταση σκηνοθετημένη και ενορχηστρωμένη από τους ίδιους! Με λίγα λόγια, δεν χρειάζεται να ξεγελάσει τους παραστρατιωτικούς δολοφόνους όπως έκανε ο Lanzmann με τον ναζί εγκληματία. Τους αφήνει ελεύθερους να μιλήσουν, αφού άλλωστε δεν κινδυνεύουν από κανέναν, αφού κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα, σχεδόν ως εθνικοί ήρωες, περήφανοι για τις πράξεις τους. Τους αφήνει ελεύθερους να συμμετάσχουν στην αφήγηση, στη σκηνοθεσία, στην αναπαράσταση των εγκλημάτων τους, με πρόφαση και κίνητρο μια υποτιθέμενη ταινία μυθοπλασίας η οποία θα περιστρέφεται γύρω από τη ζωή τους. Τους καθιστά δημιουργούς, συντελεστές, θεατές και ηθοποιούς. Η εναλλαγή ρόλων είναι αξιοθαύμαστη. Ο πρωταγωνιστής Anwar Congo ξεκινάει διηγούμενος με περηφάνια τα εγκλήματά του, φτάνει να σκηνοθετεί τις τύψεις και τους εφιάλτες του, καταλήγει να προβάλλει τη σκηνή με τον εαυτό του ως θύμα βασανισμού στα παιδιά του και να μετανιώνει ή να εξιλεώνεται επειδή βλέπει στην οθόνη να κάνουν στον εαυτό του όσα έκανε ο ίδιος σε χιλιάδες θύματά του.
Το εγχείρημα του Joshua Oppenheimer βέβαια είναι παράτολμο. Πρέπει και αυτός να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών του, να χρησιμοποιήσει την πειθώ του και να τους κάνει να νιώσουν άνετα. Είναι παράτολμο άλλωστε και ως προς τις συνέπειές του: οι μισοί συντελεστές του συνεργείου εμφανίζονται στους τίτλους τέλους ως "Ανώνυμοι", από φόβο για τα αντίποινα που ενδέχεται να υποστούν στη χώρα τους, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν πιστεύει ότι θα καταφέρει να γυρίσει στην πατρίδα του.
Τελικά, όμως, το αποτέλεσμα της ταινίας είναι αξιοζήλευτο διότι κάνει πραγματικότητα το όνειρο κάθε ντοκιμαντέρ: όχι μόνο αποκαλύπτει και τεκμηριώνει το γεγονός των μαζικών δολοφονιών που έλαβαν χώρα κατά τη δικτατορία του Σουχάρτο, και μάλιστα από τη σκοπιά των ανθρώπων που εκτέλεσαν τα εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα διερευνά την εμπλοκή και τη συνενοχή του σημερινού καθεστώτος. Και επιπλέον οι θεατές του ντοκιμαντέρ δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τη φαντασία για να αναπαραστήσουμε τα γεγονότα. Οι εγκληματίες μας προσφέρουν τη δική τους αναπαράσταση, όχι όμως με τον τρόπο μιας αστυνομικής αναπαράστασης όπου ο ανακριτής υποδεικνύει στους κατηγορούμενους τι θα κάνουν. Αφήνονται ελεύθεροι να μεταχειριστούν τα διάφορα είδη κινηματογραφικής αφήγησης: από το γουέστερν ως το φιλμ νουαρ και το μιούζικαλ. Το αποτέλεσμα είναι τόσο σουρεαλιστικό που καταντά αφόρητα ρεαλιστικό και αποτρόπαιο.
Επανειλημμένα στην ταινία επανέρχεται το ερώτημα προς τους παραστρατιωτικούς εγκληματίες: γιατί τα θύματά σας δεν προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση, έστω δια των απογόνων τους; Στο οποίο οι θύτες απαντούν κυνικά: επειδή δεν μπορούσαν. Δεν είχαν τη δύναμη, την εξουσία. Η εικόνα του Anwar Congo να υποφέρει στο τέλος της ταινίας ίσως να αποδειχθεί για τα θύματα μια πρώτη μικρή εκδίκηση. Ο κινηματογράφος, το ντοκιμαντέρ ξαναβρίσκει τη δύναμή του και καθηλώνει.
Μέχρι το 2009 ο Matthew McConaughey ήταν βασικά γνωστός για δυο λόγους: για την χαρακτηριστική προφορά και εκφορά του λόγου του, καθώς και -κυρίως- για τη συνήθειά του να... πετάει το μπλουζάκι του με κάθε δυνατή ευκαιρία, προσφέροντας το απαραίτητο, για εμπορικούς ασφαλώς λόγους, οφθαλμόλουτρο στο γυναικείο κοινό. Έτσι η φιλμογραφία του περιελάμβανε, κατά κύριο λόγο, ταινίες αναλόγου περιεχομένου, όπως ταHow To Lose A Guy In Ten Days(2003),Failure To Launch (2006), Wedding Planner (2001), Σαχάρα (2005), στο πλευρό κυριών της ρομαντικής κωμωδίας («κομεντί» ελληνιστί), όπως η Kate Hudson, η Sarah Jessica Parker και η Jennifer Lopez…
Και ξαφνικά, με την αλλαγή της δεκαετίας, έρχεται η απόλυτη μεταμόρφωση.
Τη στιγμή που αρκετοί άλλοι μεγάλοι «γόηδες» του Χόλιγουντ, όπως για παράδειγμα
ο Johnny Depp, προτιμούν δυστυχώς να θυσιάζουν το ταλέντο τους και κάνουν ολοένα
και πιο συμβατικές επιλογές, o McConaughey, διατηρώντας βεβαίως την ιδιαίτερη
προφορά του, πραγματοποιεί ένα
εντυπωσιακό πέρασμα από τον εμπορικό κινηματογράφο σε πιο ποιοτικές επιλογές, με
ταινίες όπως το Mud (2012), Killer Joe (2011), The
Paperboy (2012), συνεργαζόμενος με σημαντικούς σκηνοθέτες,
«τσαλακώνοντας» διαρκώς την ζεν-πρεμιέ εικόνα του. Ακόμα και το σύντομο πέρασμά
του από το Wolf of Wall Street (2013) του Scorsese αποτελεί μια από
τις καλύτερες στιγμές της μετριότατης -κατά την άποψή μου- νέας ταινίας του
σπουδαίου σκηνοθέτη.
Η συμμετοχή του στο επερχόμενο και πολυαναμενόμενο Interstellar του Christopher Nolan, αλλά και η τηλεοπτική σειρά
«True Detective», έρχονται να προσθέσουν μερικούς ακόμα πόντους στη διαπίστωση ότι
ο McConaughey ίσως είναι τελικά ο καλύτερος αμερικανός ηθοποιός της γενιάς του.
Στο Dallas Byers Club ο τεξανός
ηθοποιός ερμηνεύει έναν white-trash ηλεκτρολόγο
και σκληρό καουμπόι ροντέο, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα μαθαίνει ότι πάσχει
από τον ιό H.I.V. και ότι του απομένουν μόλις 30 μέρες ζωής. Αντιμέτωπος με το AIDS,
την έλλειψη ενημέρωσης και θεραπείας στα μέσα της δεκαετίας του 80, τα
συμφέροντα των μεγάλων αμερικανικών φαρμακευτικών βιομηχανιών, την redneck κοινωνία του «Deep South»,
αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό και την ομοφοβία του, ο Ρον Γούντρουφ θα
βρει έναν αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της Ράγιον, μιας οροθετικής
τρανσέξουαλ (Jared Leto), με την οποία μοιράζεται το ίδιο πάθος για ζωή.
Η ταινία βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Γούντρουφ, ο οποίος ίδρυσε τριένα «κλαμπ» στο οποίο οι οροθετικοί
του Τέξας είχαν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή.
Αποφεύγοντας περίτεχνα τον διδακτισμό, ο καναδός σκηνοθέτης Jean-Marc
Vallée (του C.R.A.Z.Y, 2005), προσεγγίζει
ένα ευαίσθητο θέμα, χωρίς υπερβολικούς μελοδραματισμούς και ευκολίες, στις
οποίες μας έχουν συνηθίσει οι χολιγουντιανές biopics (=βιογραφικές ταινίες).
Εθισμένος σε κάθε ναρκωτική ουσία,
αλκοολικός, σεξομανής, ομοφοβικός και βίαιος, ο Ρον θα παλέψει με κάθε τρόπο
για την επιβίωσή του, πέρα από τις 30 ημέρες που του δίνουν οι γιατροί. Θα
πολεμήσει τη διαπλοκή την οποία υπηρετεί η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και
Φαρμάκων στις ΗΠΑ (F.D.A.), όχι εξαιτίας κάποιας προσωπικής ιδεολογίας ή κάποια τάσης δονκιχωτισμού,
αλλά επειδή θέλει πραγματικά να επιβιώσει - και στην αρχή να βγάλει και κάποιο
κέρδος. Αν στην πορεία καταφέρει να «γκρεμίσει» πολλά στεγανά στην πιο
συντηρητική πολιτεία των ΗΠΑ και να βοηθήσει πολλούς απ’ αυτούς τους οποίους
μέχρι πρότινος απεχθανόταν και έβριζε (τους ομοφυλόφιλους δηλαδή), θα το
δεχθεί, χωρίς ωστόσο να το κάνει ποτέ «σημαία» του... Και σε αυτό ακριβώς το σημείο
υπάρχει η πραγματική, εξαιρετικά σκληρή μεν, αλλά ουσιαστική ανθρωπιά της
ταινίας, πέρα από κάθε κινηματογραφικό και politically correctεξωραϊσμό. Το
Dallas Byers Club δεν είναι μια «αγιογραφία». Ο Γούντρουφ δεν είναι, ούτε
γίνεται ποτέ ένας ιδεαλιστής ήρωας, τον οποίο εξυμνεί η ταινία. Αντιθέτως
παραμένει ένας άνθρωπος γεμάτος πάθη, μειονεκτήματα και αντιθέσεις, που βοηθώντας
τον εαυτό του θα βοηθήσει και τους άλλους – μια ατομιστική
παραλλαγή του αγαπημένου στις ΗΠΑ γνωμικού, «ο Θεός βοηθάει αυτόν ο οποίος βοηθάει τον εαυτό του».
Εξαιρετικές οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, McConaughey και Leto, χάρη βεβαίως και σε
έναν σκηνοθέτη ο οποίος δείχνει ότι ξέρει πολύ καλά να παίρνει αυτό που θέλει
από τους ηθοποιούς του, σε μια από τις πιο ανθρώπινες και «γεμάτες», από κάθε
άποψη, ταινίες της χρονιάς.