6/2/09

Ψηφιακό Αρχείο Ελληνικού Κινηματογράφου


Έγινε την προηγούμενη βδομάδα στην Αθήνα η παρουσίαση του νέου δικτυακού κόμβου του Ψηφιακού Αρχείου Ελληνικού Κινηματογράφου. Είναι ένα από τα αποτελέσματα του σημαντικότατου έργου ψηφιοποίησης που ανέλαβε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, χρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Κοινωνία της Πληροφορίας. Έργο που δρομολογήθηκε επί προεδρίας Διαγόρα Χρονόπουλου και πραγματοποιήθηκε επί προεδρίας Παπαλιού, με υπεύθυνο τον Μάνο Ευστρατιάδη, συμβάλλει καθοριστικά στη διάσωση και τη μελέτη των σημαντικότερων ελληνικών ταινιών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Οι συντελεστές του έργου πρσπάθησαν να συγκεντρώσουν τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του ελληνικού κινηματογράφου με τρόπο που να εκπροσωπούνται οι περισσότεροι δημιουργοί του. Συνολικά ψηφιοποιήθηκαν και παρουσιάζονται στο site 284 ταινίες, που αντιστοιχούν σε 404 ώρες κινηματογραφικού υλικού.
Αν και μπορώ να σας αφήσω να το ανακαλύψετε μόνοι σας, θα κάνω μια μικρή παρουσίαση του site. Πρώτα απ' όλα, είναι τρίγλωσσο (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά), κάτι που επιτρέπει την προώθηση του ελληνικού κινηματογράφου και στο εξωτερικό. Δεύτερον, περιλαμβάνει μια συνοπτική ιστορική ανάλυση του ελληνικού κινηματογράφου, από τις απαρχές του μέχρι σήμερα, γραμμένη από τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και διανθισμένη με αποσπάσματα από τις ταινίες που αναφέρονται. Το βασικότερο όμως κομμάτι του ιστότοπου είναι το Ψηφιακό Αρχείο. Εκεί μπορεί κανείς να βρει για κάθε ταινία ένα δελτίο με τα στοιχεία της ταινίας, τους συντελεστές της, βιογραφικά στοιχεία για το σκηνοθέτη και τις διακρίσεις που κέρδισε η ταινία. Κάθε ταινία συνοδεύεται από μια κριτική παρουσίαση, επίσης απο τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Το σημαντικότερο όμως κομμάτι είναι αυτό της τεκμηρίωσης, που περιλαμβάνει την αποδελτίωση και καταγραφή των πραγματολογικών στοιχείων κάθε ταινίας, όπου μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας, για τον τόπο όπου γυρίστηκαν, για την ενδυμασία, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής. Το ενδιαφέρον και η πρωτοτυπία αυτού του εγχειρήματος έγκειται στο ότι περιέχει χαρακτηριστικά αποσπάσματα για ορισμένα από αυτά τα στοιχεία, αλλά και δίνει τη δυνατότητα θεματικής αναζήτησης των ταινιών. Βάζοντας δηλαδή ως λέξη-κλειδί το "καφενείο" μπορεί κανείς να βρει όλες τις σκηνές που έχουν να κάνουν με καφενείο.
Ο υπεύθυνος του έργου δήλωσε ότι, απ' όσο έψαξε στο διαδίκτυο, δεν βρήκε σε καμία άλλη χώρα τόσο εξαντλητική παρουσίαση και καταγραφή ενός εθνικού κινηματογράφου. Ασφαλώς δεν έχω λόγο να τον διαψεύσω, και τουλάχιστον γνωρίζοντας από τη Γαλλία δεν ξέρω να υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Ίσως αυτό που λείπει σε σχέση με άλλες χώρες είναι μια βιβλιογραφική κάλυψη αυτού του έργου. Αυτό βέβαια θα ήθελε όχι μόνο ένα εκδοτικό έργο αλλά και τη δημιουργία κάποιας κινηματογραφικής βιβλιοθήκης. Στα σχέδια πάντως του ΕΚΚ είναι η δημιουργία ενός σπουδαστηρίου όπου φοιτητές και μελετητές θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στο έργο αυτό. Η μόνη ένσταση που ακούγεται είναι ότι αυτή η σημαντική δουλειά δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην παραμέληση της συντήρησης των ίδιων των φιλμ, που έχουν σαφώς περισσότερο χρόνο ζωής.

Μ.Μ.

3/2/09

Slumdog Millionaire (Danny Boyle, 2008)


Ανάμεσα στο Hollywood και το Bollywood, και δίχως ουσιαστικά να ανήκει σε κάποιο από τα δύο (καθώς πρόκειται για καθαρά βρετανική παραγωγή), το Slumdog Millionaire του Βρετανού Danny Boyle, μπαίνει στην κούρσα των σημαντικών κινηματογραφικών βραβείων αυτού του μήνα (BAFTA στην Μεγάλη Βρετανία και Oscar στις ΗΠΑ) με την χαρακτηριστική ταχύτητα της κινηματογραφικής του αφήγησης και με τον τίτλο του « μεγάλου αουτσάιντερ » της φετινής χρονιάς. Έχοντας ωστόσο επικρατήσει τόσο στις Χρυσές Σφαίρες στις δύο βασικές κατηγορίες (καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας), όσο και στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου (BIFA), και με 10 συνολικά υποψηφιότητες στα Όσκαρ, μόνο « αουτσάιντερ » δεν θα μπορούσε τελικά να θεωρηθεί.
Βασισμένο στο επιτυχημένο μυθιστόρημα « Q & A » τoυ Ινδού Vikas Swarup, το Slumdog Millionaire επαναφέρει μια θεματική η οποία έχει απασχολήσει τον σκηνοθέτη και σε προηγούμενες ταινίες του (το εξαιρετικό Shallow Grave του 1995, στα ελληνικά Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων, από τις σπάνιες φορές που ο μεταφρασμένος τίτλος είναι ίσως πιο επιτυχημένος από τον αυθεντικό, και το Millions του 2004) : το χρήμα και τις επιπτώσεις του.
Ήρωάς του αυτή τη φορά ένας νεαρός Ινδός, ο οποίος από τις φτωχογειτονιές (slums) της Βομβάης φτάνει στα πλατώ του δημοφιλέστερου τηλεοπτικού παιχνιδιού της χώρας (η ινδική εκδοχή του Ποιός θέλει να γίνει εκατομμυριούχος), παίζοντας στην κυριολεξία το παιχνίδι της ζωής του, καθώς όλες οι ερωτήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει έχουν άμεση σχέση με σημαντικές στιγμές του παρελθόντος του. Μέσα από τα διαδοχικά flashbacks που ακολουθούν τις ερωτήσεις, παρακολουθούμε λοιπόν την ιστορία του νεαρού Jamal Malik, τη σχέση του με τον αδελφό του, τον έρωτά του με την Latika.
Χάρη σε ένα ιδιαίτερα έξυπνο και πρωτότυπο σενάριο, ο σκηνοθέτης του Trainspotting ξεδιπλώνει περίτεχνα όλες εκείνες τις αρετές που έκαναν γνωστό και αγαπητό -ή σε άλλους μισητό- τον κινηματογράφο του : ιλλιγιώδες μοντάζ (συνεργάτης του για πρώτη φορά ο Chris Dickens), συνεχής κίνηση της κάμερας και καλειδοσκοπικά πλάνα (o Άγγλος διευθυντής φωτογραφίας Αnthony Dod Mantle, συνεργάτης του Boyle στο 28 Days Later αλλά και του Lars von Trier στο Dogville), μια αισθητική πολύ κοντά στο βίντεοκλιπ.
Συνδυάζοντας το κωμικό με το τραγικό, το « μπολλυγουντιανό κιτς » με τον βρετανικό κυνικό ρεαλισμό, και δίχως να φλυαρεί ή να προσπαθεί να μελοδραματοποιήσει το θέμα του, ο Boyle ρίχνει « κλεφτές ματιές » στην καθημερινότητα της Ινδίας, δίνοντάς μας μια από τις πιο ολοκληρωμένες δημιουργίες του, μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
A.T.



23/1/09

Waltz with Bashir (Ari Folman, 2008)


Αν και ομολογώ ότι δεν είδα το Βαλς με τον Μπασίρ υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες (προλαβαίνω έτσι τα κακεντρεχή σχόλια), αναμένοντας την ευκαιρία να την ξαναδώ, ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις. Πρώτα απ' όλα, είναι νομίζω γενική ομολογία ότι είναι από τις ομορφότερες ταινίες animation που έχουμε δει, πρωτότυπη μεν, αντλώντας επιρροές από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικ (βλ. Muñoz). Δεύτερον, για να την κατατάξουμε κάπου, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ευφάνταστη πλην ανύπαρκτη κατηγορία που έχει θεσπίσει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, απονέμοντας Βραβείο Ταινίας Τεκμηρίωσης ή Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Είναι λοιπόν η μόνη ταινία που μπορώ να φανταστώ ότι εμπίπτει και στις δύο κατηγορίες, αφού με τον αυτοβιογραφικό της τόνο, δίνει την αίσθηση της πραγματικής έρευνας τεκμηρίωσης.

Kεντρικό θέμα της ταινίας είναι η λειτουργία της μνήμης, ως τέχνης να ξεχνάμε. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης, τώρα σκηνοθέτης, προσπαθεί μέσα από μαρτυρίες συμπολεμιστών του, να ανακαλέσει τη χαμένη μνήμη του από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1982, με τη σφαγή στα στρατόπεδα της Σάμπρα και της Σατίλα του Λιβάνου. Οι διάφορες μαρτυρίες αποτελούν κομμάτια ενός παζλ που βοηθούν τον σκηνοθέτη να αποκαταστήσει την αλήθεια, την οποία έχει παντελώς στερηθεί εξαιτίας του αμυντικού μηχανισμού της αποσυνδετικής μνήμης (θα ήθελα να μάθω αν όντως υπάρχει τέτοιος όρος στην ψυχολογία). Κανείς δεν θυμάται τα γεγονότα στο σύνολό τους, ο καθένας διατηρεί μόνο θραύσματα, και ο ρόλος του δημιουργού-ερευνητή είναι να τα συνδέσει για να συμπληρωθεί το παζλ της ιστορικής μνήμης. Αφορμή γι' αυτή τη διεργασία θα αποτελέσει ένας εφιάλτης, μια αγέλη λυσσασμένων σκυλών που καταδιώκει τον πρωταγωνιστή. Η ανασύνθεση της μνήμης φαίνεται λοιπόν να είναι ο μόνος τρόπος για τον σκηνοθέτη να ξορκίσει τον εφιάλτη, να κατορθώσει να ζήσει με τη μνήμη αντί να επιβιώνει με τη λήθη.
Η αναζήτηση του σκηνοθέτη φέρνει ασφαλώς στο μυαλό τους δύο μεγάλους κινηματογραφιστές της μνήμης, τον Welles και τον Resnais, με πιο χαρακτηριστικά δείγματα τον Πολίτη Κέιν και το Χιροσίμα, αγάπη μου αντίστοιχα. Ωστόσο, αν και οι τρεις ταινίες φαίνεται να αναφέρονται στην ατομική μνήμη, έχω την αίσθηση πως η κύρια συνεισφορά τους έχει να κάνει με τη λειτουργία της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Η επίσημη ιστοριογραφία επιβάλλει την ιστορική αμνησία, γιατί είναι ο μόνος τρόπος εξορκισμού του συλλογικού εφιάλτη, ο μόνος τρόπος διασφάλισης της συναίνεσης. Ρόλος της τέχνης και της ιστορικής έρευνας είναι να ανατρέξει στα ατομικά σπαράγματα μνήμης, προκειμένου να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια, να ξεσκεπάσει τα κουκουλώματα ιστορικών εγκλημάτων, και έτσι να αποτελέσει παράδειγμα για την αποφυγή άλλων φρικαλεοτήτων. Δυστυχώς, λοιπόν, η ταινία είναι επίκαιρη. Γιατί αν υπήρχε ιστορική μνήμη στο Ισραήλ, ίσως να αποφεύγονταν οι σημερινές αιματοχυσίες, που μόνο να βελτιώσουν δεν μπορούν την κατάσταση.
Μ.Μ.

11/1/09

Che, Part One : The Argentine (Steven Soderbergh, 2008)
Αν μη τί άλλο, μόνο αδιάφορη δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τη μέχρι τώρα καριέρα του Αμερικανού σκηνοθέτη και παραγωγού Steven Soderbergh. Aπό το Sex, Lies, and Videotapes (1989), μέχρι την εμπορική και ιδιαίτερα άνιση τριλογία του Ocean’s 11, ο Soderbergh δείχνει ότι μπορεί να κινείται με άνεση ανάμεσα στον εμπορικό και τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, άλλοτε με ταινίες κομμένες και ραμμένες σε οσκαρικά μέτρα (Erin Brokovich, 2000), άλλοτε πάλι πειραματιζόμενος σε διαφορετικά στυλ και είδη με εξαιρετικά συνήθως αποτελέσματα (Kafka το 1991, Traffic το 2000, Eros το 2004 μαζί με τον Antonioni και τον Wong Kar-Wai, Bubble το 2005 κ.α.).
Από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες της φετινής χρονιάς το σχεδόν τετράωρο Che προβλήθηκε την τελευταία στιγμή στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών και έδωσε την ευκαιρία στον πορτορικανό ηθοποιό Benicio Del Toro να κερδίσει παμψηφεί το βραβείο καλύτερης ερμηνείας.
Αρχικά η αρκετά φιλόδοξη ταινία, βασισμένη στα γραπτά του ίδιου του Ernesto ‘Che’ Guevara, αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα στη χρηματοδότηση και τη διανομή της, αφενός λόγω της γλώσσας που επελέγη (ισπανικά για περισσότερο ρεαλισμό), αφετέρου λόγω της συνολικής διάρκειάς της. Τελικά αποφασίστηκε να προβληθεί σε δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος με τον υπότιτλο O Αργεντίνος, ακολουθεί την πορεία του Che από τη στιγμή της πρώτης συνάντησής του με τον Fidel Castro (πολύ καλός ο Demian Bichir και τρομερή η ομοιότητά του με τον Kουβανό πολιτικό) και τις συζητήσεις τους στο Μεξικό, στη δημιουργία του κινήματος της 26ης Ιουλίου και τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά της Κούβας, μέχρι τη νίκη του στη μάχη της Santa Clara το 1958, καθοριστική στιγμή της κουβανικής επανάστασης.
Στον Αργεντίνο ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ενδιαφέρον ημι-ντοκιμαντέρ, το οποίο κινείται ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο χρονικούς πόλους : την αρκετά λεπτομερή και ενδοσκοπική παρουσίαση του ένοπλου αγώνα κατά της δικτατορίας του Batista από το 1956 μέχρι το 1959, και την περίφημη ομιλία του Che στον Ο.Η.Ε., ως Υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας πια, το 1964.
Ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη βιογραφική ταινία, χωρίς κάποια προσπάθεια εξιδανίκευσης -συχνό φαινόμενο σε άλλες ταινίες του είδους-, ο Soderbergh φτιάχνει ένα ρεαλιστικό πορτραίτο μιας από τις σπουδαιότερες και πιο αναγνωρίσιμες πολιτικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα. Στο πρώτο αυτό μέρος της διλογίας του επιλέγει να ρίξει το βάρος κυρίως στον ένοπλο αγώνα του Αργεντίνου επαναστάτη στην οροσειρά της Sierra Maestra, διανθίζοντάς το με αυτούσια κομμάτια από γραπτά ή λόγους του. Όπως σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, έτσι και εδώ υπογράφει ο ίδιος την εξαιρετική φωτογραφία (με το ψευδώνυμο Peter Andrews). Αναμένουμε το δεύτερο μέρος, με τον υπότιτλο Guerrilla, ώστε να έχουμε και μια πιο πλήρη εικόνα του τελευταίου έργου του Soderbergh.
A.T.

29/12/08

Τρεις Πίθηκοι (Nuri Bilge Ceylan, 2008)


Επιστροφή στις ταινίες και μάλιστα πετυχημένη. Αν και είναι η πρώτη μου γνωριμία με το έργο του Ceylan, πλέον ανυπομονώ να δω και τις παλαιότερες ταινίες του. Δίκαια βραβευμένος από το Φεστιβάλ των Καννών για τη σκηνοθεσία του στους Τρεις Πιθήκους, ο Τούρκος σκηνοθέτης προσφέρει ένα μάθημα δεξιοτεχνίας. Για την απίστευτα δουλεμένη ψηφιακή εικόνα του. Για τα χρώματα, για τις σκιές, για την ατμόσφαιρά του. Για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο καταργεί το βάθος πεδίου, προκειμένου να επικεντρωθεί στις αντιδράσεις και να αποδώσει τα συναισθήματα των ηρώων του. Για τη λιτότητα και τη δύναμη του ήχου. Για το πώς δημιουργεί τα φαντάσματα που διέπουν την ταινία και στοιχειώνουν τους χαρακτήρες του.
Ένας φιλόδοξος πολιτικός φορτώνει στον οδηγό του ένα ατύχημα, προσφέροντας ως αντάλλαγμα χρήματα στην οικογένειά του, όσο θα βρίσκεται στη φυλακή. Όσο όμως λείπει, η γυναίκα του θα ξεκινήσει ερωτική σχέση με τον πολιτικό και θα τον ερωτευτεί. Ο γιος στην αρχή αντιδρά με μένος κατά της μητέρας του, αλλά φαίνεται να ηρεμεί όταν αποκτά το αυτοκίνητο που ήθελε με τα χρήματα του πολιτικού. Το ίδιο και ο άνδρας, όταν βγει από τη φυλακή, αρχικά αντιδρά οργισμένα προς το γιο του και τη γυναίκα του, αλλά στη συνέχεια θα καταπιεί την οργή του. Όμως το πάθος της γυναίκας εξακολουθεί να υπάρχει και έτσι ο ένας από τους άντρες του σπιτιού θα φροντίσει να το σβήσει μια για πάντα. Ο κύκλος θα κλείσει με τον πατέρα να κουκουλώνει το έγκλημα όπως ακριβώς έκανε και ο εργοδότης του.
Φαίνεται πολύπλοκο αλλά δεν είναι. Οι Τρεις Πίθηκοι είναι η ιστορία τριών μελών μιας οικογένειας που αρνούνται να δουν την πραγματικότητα που τους κατακλύζει, εθελοτυφλούν, κάνουν τις πάπιες (τους πίθηκους), αφήνοντας το πρόβλημα να τους προσπεράσει και μεταθέτοντάς το αλλού. Το κέντρο της ιστορίας είναι η σχέση βίας (είτε εκδηλώνεται είτε όχι) και εξουσίας. Ναι μεν η βία ξεκινά από την κορυφή της πυραμίδας, από έναν κάτοχο εξουσίας. Όμως σχέσεις εξουσίας και βίας υπάρχουν παντού, πόσο μάλλον στο κέντρο της οικογένειας όπου μετατίθεται το πρόβλημα. Από τη βία της πληρωμής, του χρηματισμού, στη σωματική βία του γιου, που εμφορείται από τους παραδοσιακούς κώδικες τιμής αλλά φαίνεται να υποκύπτει στη γοητεία του χρήματος. Από τη βία του άντρα, στην υπέροχη σκηνή στο κρεβάτι, στη βία του γέλιου της γυναίκας. Από τη βία του εγκλήματος του γιου στη βία του πατέρα που ακολουθεί τυφλά ("πιθηκίζει") το παράδειγμα του τέως αφεντικού του, βρίσκοντας ένα εξιλαστήριο θύμα στο οποίο μπορεί να ασκήσει εξουσία, τον φτωχό μετανάστη. Ωστόσο αυτή η βία δεν ξεσπά ακριβώς όπως θα φανταζόμασταν για μια συντηρητική τουρκική κοινωνία. Είναι βία πνιγμένη, υπόκωφη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντρικές φιγούρες μοιάζουν με καρικατούρες, ξεπερασμένες από το χρόνο. Και για τους δύο μεσήλικες άντρες έχουν επιλεγεί χαρακτηριστικά γλοιώδεις φιγούρες, αποκρουστικές. Επίσης δεν μου φαίνεται τυχαίο ότι βλέπουμε και τους τρεις άντρες της ταινίας να εκκρίνουν υγρά - αίμα, ιδρώτα, εμετό. Η γυναίκα αντίθετα αποπνέει μόνο πάθος. Θεωρώ ότι υπάρχει μια γυναικεία ματιά στην ταινία, και αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι το σενάριο υπογράφει και η σύζυγος του σκηνοθέτη.
Και επειδή φυσικά μας απασχόλησε μάλλον όλους από πού προέρχεται ο τίτλος, βασίζεται σε ένα μύθο όπου πρωταγωνιστούν τρεις πίθηκοι, και ο ένας κλείνει τα μάτια για να μην βλέπει, ο άλλος το στόμα για να μη μιλάει και ο άλλος τα αυτιά για να μην ακούει. Το πιο ωραίο φυσικά είναι το πώς ο μύθος μετουσιώνεται από τον Ceylan σε εικόνες και σε δράμα.
M.M.

19/12/08

Burn After Reading (Joel and Ethan Coen, 2008)
Αν και η τελευταία ταινία των αδελφών Coen, με τον ιδιαίτερα αμφίσημο τίτλο Burn After Reading (Καυτό Απόρρητο η αποτυχημένη προσπάθεια μετάφρασης στα ελληνικά, που παραπέμπει μάλλον σε ταινία δράσης της μεταμεσονύκτιας ζώνης με τον Patrick Swayze) προβλήθηκε στις αίθουσες πρίν από δύο περίπου μήνες, στη Γαλλία βγήκε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα – το υπογραμμίζουμε αυτό ώστε να μην κατηγορούμε και συνέχεια τους Έλληνες διανομείς -, εξ’ου και η σχετική αργοπορία του blog.
Ένα χρόνο μετά από το πολύ καλό αλλά υπερεκτιμημένο, κατά την προσωπική μου γνώμη, No Country For Old Men, οι Joel και Ethan Coen επιστρέφουν με μια μοναδική παρωδία ταινία κατασκοπίας η οποία θυμίζει σε αρκετά σημεία τις καλύτερες στιγμές του Fargo (1996).
Είναι γεγονός ότι οι Coen – με ένα έργο το οποίο τους δίνει αναμφίβολα μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς του σύγχρονου κινηματογράφου – σχεδόν ποτέ δεν έχουν απογοητεύσει το κοινό τους. Έτσι, άλλοτε κάνοντας ταινίες-αφιερώματα σε παλιότερα κινηματογραφικά είδη παίζοντας με τους κώδικες και τις φόρμες τους (γκανγκστερική ταινία στο Miller’s Crossing, κωμωδία screwball και ταινίες γύρω από εφημερίδες στο The Hudsucker Proxy, film-noir στο The Man Who Wasn’t There), άλλοτε πάλι δίνοντάς μας τα εξαιρετικά Blood Simple. (1984), Fargo και το The Big Lebowski (1998), έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα καθαρά προσωπικό ύφος το οποίο συνδυάζει, συχνά σε ισόποσες δόσεις, χιούμορ και βία. Στον πυρήνα πάντα του έργου τους : μια σχεδόν τρυφερή αλλά ταυτόχρονα και έντονα καυστική παρωδία της ανθρώπινης βλακείας. Αρκεί κανείς να θυμηθεί, μεταξύ πολλών άλλων, τον χαρακτήρα του Nicolas Cage στο Raising Arizona (1987), τον «κο. Χουλα-χούπ» του The Hudsucker Proxy, τους απαγωγείς στο Fargo, ή το πρωταγωνιστικό τρίο του O Brother, Where Art Thou ? ...
Στο Burn After Reading ο Brad Pitt δέχεται, για μια ακόμα φορά, να «τσαλακώσει» το χολλυγουντιανό προφίλ του και υποδύεται τον bimbo-γυμναστή Chad Feldheimer, δημιουργώντας έναν από τους πιο συμπαθείς «ηλίθιους» της φιλμογραφίας τον Coen, θυμίζοντάς μας παράλληλα και το ερμηνευτικό του ταλέντο. Δίπλα του –ή απέναντι του- ο George Clooney και ο John Malcovich, καθώς και η Frances McDormand, σχεδόν πάντοτε παρούσα στα φιλμ του συντρόφου της Joel Coen, στο ρόλο μιας «μοιραίας» μεσήλικης γυμνάστριας, για χάρη της οποίας σκοτώνεται σχεδόν το μισό ανδρικό καστ της ταινίας.
Όπως στις περισσότερες ταινίες τους, έτσι και εδώ οι Coen με αφετηρία μια απλή ιδέα (ένα cd με πληροφορίες για την ζωή ενός πρώην κατάσκοπου πέφτει στα χέρια δύο απλών υπαλλήλων γυμναστηρίου), ξετυλίγουν μια περίπλοκη ιστορία με απρόβλεπτες εξελίξεις, ασκώντας καυστικό χιούμορ –ενίοτε με σουρεαλιστική διάθεση- πάνω στη ζωή του σύγχρονου Αμερικάνου. Αν ο Woody Allen μετά από μια πλούσια καριέρα φαίνεται πλέον να χάνει σταδιακά, από ταινία σε ταινία, την κωμική του φλέβα και διάθεση, οι Coen από την άλλη πλευρά παραμένουν άξιοι εκπρόσωποι αυτού του υποτιμημένου κινηματογραφικού είδους.
A.T.


10/12/08

"Πόλη που καίγεται, λουλούδι που ανθίζει"


Αν και το blog ασχολείται κατά βάση με κινηματογραφικά θέματα, η επικαιρότητα είναι τόσο συγκλονιστική που δεν μας επιτρέπει εύκολα να ασχοληθούμε με άλλα ζητήματα. Εξάλλου θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πραγματικότητα έχει πάρει μια κινηματογραφική χροιά, η οποία μάλιστα δεν καλύπτεται καθόλου επιτυχημένα από τα τηλεοπτικά μέσα. Θεωρώ απαραίτητο λοιπόν, με λίγα λόγια, όλοι αυτοί που το ζουν να την αναδείξουν και να προσπαθήσουν να την αναλύσουν. Γιατί από έξω φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να την περιγράψει κανείς και να την ερμηνεύσει, αγνοώντας το εύρος της και τα χαρακτηριστικά της. Θα κάνω λοιπόν μια απόπειρα, μέσα από τα δικά μου μάτια, πονεμένα και αδύναμα από τα ληγμένα χημικά, να δώσω μια - κινηματογραφική, ελπίζω - περιγραφή όσων έζησα τις τελευταίες μέρες.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5/12
Συναυλία επανασύνδεσης των Στέρεο Νόβα - η Πέτρου Ράλλη κλειστή - επεισόδια ανάμεσα σε Πακιστανούς διαδηλωτες και αστυνομία - 1 ώρα περπάτημα για μισή ώρα συναυλία του αγαπημένου ελληνικού συγκροτήματος - άξιζε; - πάρτυ στα εξάρχεια - ήρεμα ακόμα - ο κόσμος διασκεδάζει, περιφέρεται


ΣΑΒΒΑΤΟ 6/12
Αγίου Νικολάου - εκδρομή στη θάλασσα - μα είναι Δεκέμβριος και είναι ακόμα καλοκαίρι - μπουζούκια, κιθάρες, τραγούδι, μεζέδες, 30 κιλά κρασί (λίγα λέω;) - πάει βράδυ - τηλέφωνο - δολοφονία στα Εξάρχεια, 15 χρονών παιδί - αντίο κέφι - αυτοκίνητο, ραδιόφωνο, τηλεφωνήματα - σιγά σιγά μαζεύονται όλοι εκεί, πολύς κόσμος στην Πλατεία - ετερόκλητος, εξοργισμένος, βράζει, ιδίως όσο μαθαίνει τις λεπτομέρειες - οι μάρτυρες είναι πολλοί, ήταν φόνος εν ψυχρώ, λένε όλοι - προσπάθειες να γίνει πορεία, κάθε τόσο ανακόπτεται, χωρίζεται και όμως ξαναβρίσκονται, άλλοι με μαύρα ρούχα, άλλοι με κόκκινες σημαίες, αλλά σήμερα δεν έχουν πολλά να χωρίσουν - στήνονται οδοφράγματα, πέτρες, ετοιμάζονται μπουκάλια - επιστροφή στα εξάρχεια, ασταμάτητα δακρυγόνα, μα τι δουλειά έχουν στα εξάρχεια; μόλις σκότωσαν ένα παιδί - ούτως ή άλλως η οργή μεγαλώνει, αρχίζουν τα καψίματα, τα σπασίματα, η Στουρνάρη στις φλόγες, δεν θα γλυτώσει τίποτα - η οργή κρατάει μέχρι το πρωί, με πολλαπλές εστίες, αδύνατον να ελεγχθούν


ΚΥΡΙΑΚΗ 7/12
Πορεία ξεκινάει από το Μουσείο αποφασισμένη να φτάσει στη ΓΑΔΑ - αλλά γρήγορα η κατάσταση ξεφεύγει, η οργή είναι ανεξέλεγκτη, πηγαία - στην Αλεξάνδρας θα σπάσουν τα πάντα, θα καεί κάθε μαγαζί αριστερά μας και δεξιά μας, χωρίς λογική, χωρίς επιλεκτικότητα - δεν έχω ξαναδεί τόσο μίσος, τόση αποφασιστικότητα - απ' όλους ακούς το ίδιο σύνθημα, το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει - μας διαλύουν τελικά αλλά ο κόσμος είναι πολύς, συνεχίζει σε μικρές ομάδες


ΔΕΥΤΕΡΑ 8/12
Μαθητές απ' όλα τα σχολεία της πόλης κατευθύνονται προς το κέντρο της Αθήνας, κλείνουν δρόμους, καταστρέφουν - δεν μπορεί να τους σταματήσει κανείς, είναι ξεκούραστοι και στο άνθος της ηλικίας τους, με την οργή να ξεχειλίζει - το κέντρο κατειλημμένο από νωρίς με συνεχείς μικροσυγκρούσεις - το ραντεβού είναι για το απόγευμα - πριν αρχίσει η πορεία αρχίζουν οι καταστροφές - το μείγμα του κόσμου είναι ασυνήθιστο - φάτσες γνωστές και φάτσες άγνωστες, καινούριες, απ' αυτές που δεν βλέπεις συχνά στις πορείες - το μένος έχει αυξηθεί, ο θυμωμένος κόσμος έχει πολλαπλασιαστεί, το κέντρο θα ζήσει τον χειρότερο εφιάλτη του - καταστροφή χωρίς έλεος - στην αρχή επιλεγμένα, τράπεζες - μετά ό,τι βρεθεί μπροστά - ακολουθεί πλιάτσικο - κάποιοι τα σπάνε και κάποιοι τους ακολουθούν και τα ξαφρίζουν - άλλοι με ρόλεξ, με Luis Vuiton, με κοσμίματα Λαλαούνη, με κινητά - φωτιές μαίνονται παντού - τα μήντια πανικοβάλλουν με κάθε τρόπο - τρομολαγνεία - λένε για το οπλοπωλείο που ληστεύθηκε - λένε για την Εθνική Βιβλιοθήκη που καίγεται - όλα φυσικά αναιρούνται στην πορεία, παραπληροφόρηση και τρομοκρατία - η Αστυνομία τα έχει δει όλα, ανίκανη να προβλέψει το μέγεθος της αντίδρασης, με λερωμένη τη φωλιά της - μια ομάδα ξεφεύγει προς το Κολωνάκι - όλη η Σκουφά σπασμένη - στόχος η πρόκληση της χριστουγεννιάτικης κατανάλωσης - θέαμα στο θέαμα - με αποκορύφωμα το χριστουγεννιάτικο δέντρο του συντάγματος - πόσα χρόνια μας πρήζουν με αυτό το δέντρο - και πάλι μέχρι το πρωί - σε όλη την Ελλάδα - η πόλη καίγεται και μας ζεσταίνει - αδύνατον να κοιμηθείς - οι εικόνες είναι πολύ έντονες - και οι ήχοι δεν σε αφήνουν - συνθήματα, κρότοι, δακρυγόνα - συνηθίσαμε το άρωμα τους, ο καθαρός αέρας φαίνεται ανυπόφορος


ΤΡΙΤΗ 9/12
Πιο ήρεμα σήμερα - βόλτα στα καμένα - πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο - φωτογραφίες - προσπάθεια ξεκούρασης - ψύχραιμης ανάλυσης - γήπεδο για να ηρεμήσουμε λίγο, αλλά το μυαλό αλλού - εξάλλου και εκεί τα ίδια - μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι - η οργή και στο γήπεδο


ΤΕΤΑΡΤΗ 10/12
Γενική απεργία - πολύς κόσμος, παρά την τρομολαγνεία - κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι έρχονται για πρώτη φορά - καταλήγουμε μπροστά στη βουλή - ο κόσμος δεν θέλει να αποχωρήσει - χωρίς δακρυγόνα δεν πάει πουθενά - συνέχεια στο Πολυτεχνείο - τόπος συμπλοκών εδώ και πέντε μέρες - μα πώς αντέχουν, εγώ τα έχω παίξει και δεν κάνω και τίποτα - απλώς παρατηρώ, συμμετέχω - τα μήντια και πάλι εξοργιστικά - συζητάνε αν ήταν εξοστρακισμός της σφαίρας και αν ο μαθητής έπαιρνε καλούς βαθμούς στο σχολείο - τι σημασί έχουν όλα αυτά; - κλείστε την τηλεόραση, δεν μπορώ να ακούω άλλο
Η πόλη βιώνει πρωτοφανή γεγονότα - όχι μόνο για εδώ, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Παίρνουμε μια πρώτη γεύση για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, όσο η κρίση αγγίζει τους ανθρώπους, οι απαντήσεις θα είναι όλο και πιο άγριες. Τόσο καιρό αναρωτιόμουν, αναρωτιόμασταν, μα είναι δυνατόν; Τόσα σκάνδαλα, τόση διαφθορά, τόσο αντιλαϊκή πολιτική, τόση ανικανότητα, τόση ατιμωρησία και να μην αντιδρά κανείς; Μα τι πρέπει να γίνει για να ξυπνήσουμε; Και να που η αντίδραση χρειαζόταν έναν καταλύτη, μια σπίθα, έπρεπε να θρηνήσουμε ένα θύμα για να ξεσπάσει ο θυμός που συσσωρευόταν τόσο καιρό. Ακραία; Ίσα ίσα, αναμενόμενη. Σε μια κοινωνία της βίας, του θεάματος, της λεηλασίας, η απάντηση θα είναι ανάλογη. Σε μια κοινωνία που η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει, όπου όλοι οι κρατικοί λειτουργοί απολαμβάνουν ασυλία, ο δρόμος θα πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του, απαντώντας στις σφαίρες με φωτιά.


Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πού θα μας οδηγήσουν όλα αυτά; Θα προκύψει κάτι θετικό, ή θα βυθιστούμε στο συντηρητισμό και στο φόβο, όπως έγινε στη σαρκοζιστική Γαλλία; Σίγουρα όλοι θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν το φαινόμενο, ο καθένας για λογαριασμό του. Οι μεν εκφοβίζοντας, οι δε καπηλευόμενοι. Θα αποτύχουν όμως, γιατί η εξέγερση που έγινε δεν είχε καμία ξεκάθαρη πολιτική μορφή και καθοδήγηση. Ήταν αυθόρμητη αντίδραση. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε εκ των υστέρων να την αναλύσουμε πολιτικά και να της δώσουμε μια πολιτική μορφή. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Και αυτό είναι το πρώτο θετικό επακόλουθο: έδωσε αφορμή για τόσες κουβέντες, κουβεντιάζουμε πια σε άλλο επίπεδο, με νέα δεδομένα. Πρέπει πλέον να μιλάμε με ξεκάθαρα αιτήματα, με επείγουσες πολιτικές προτάσεις. Να μιλήσουμε για το ρόλο της αστυνομίας, αν έχει δικαίωμα να οπλοφορεί, να βασανίζει, να τρομοκρατεί, να υπάρχει. Να αλλάξει ο προσανατολισμός της κυβέρνησης εδώ και τώρα, αλλιώς να παραιτηθεί. Να δώσει χρήματα στην παιδεία και στην υγεία. Να αναδιανείμει τον πλούτο. Να τιμωρηθούν άμεσα όλοι οι υπεύθυνοι των σκανδάλων που έχουμε ζήσει τελευταία. Αλλιώς η αντίδραση και το χάος μπορεί την επόμενη φορά να είναι σφοδρότερα.
Τελικά η αφήγησή μου παραπέμπει περισσότερο σε ντοκυμαντέρ. Ενώ από μέσα η πραγματικότητα έμοιαζε περισσότερο με μυθοπλασία. Για να μην πω επιστημονική φαντασία. Με ιδανικό σκηνικό, μια ερημωμένη, πυρπολημένη πόλη. Μακάρι απ΄όλες αυτές τις φωτιές να ανθίσουν και μερικά λουλούδια.
(Οι φωτογραφίες είναι του φίλου Αρίστου, του φίλου Θάνου, της murplej@ne και από το indymedia)
M.M.