19/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1)


A nossa única riqueza é ver
- Fernando Pessoa

Επειδή οι ρυθμοί ζωής (νυχτερινής κυρίως) στη Θεσσαλονίκη με έχουν παρασύρει, ίσως ήρθε η ώρα να κάνω μια παύση για να σας μεταφέρω λίγο το κλίμα και την ώς τώρα εμπειρία μου. Όλα ξεκίνησαν με το πάρτυ του Σαββάτου (άλλως γνωστό και ως Μπαλ Μαρκέ) που με άφησε λίγο πίσω από πλευράς προβολών. Ξεκίνησα με ρουμάνικο κινηματογράφο, για τον οποίον ως γνωστόν το μπλογκ τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση, και πιο συγκεκριμένα το Boogie του Radu Muntean. Στο γνωστό στιλ των ταινιών που έχουμε δει ως τώρα από τη Ρουμανία, δηλαδή με χαμηλό μπάτζετ αλλά με άρτιο αποτέλεσμα, με ένα ζεύγος πολύ καλών ηθοποιών που γνωρίσαμε ήδη σε προηγούμενες ρουμάνικες παραγωγές (την πρωταγωνίστριά του την είχαμε θαυμάσει στο 4 μήνες...), με ένα σενάριο απλό, πραγματικό, ίσως όχι όμως με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο άλλων ταινιών. Ο Muntean περιγράφει το 24ωρο ενός νιόπαντρου ζευγαριού που βρίσκεται σε διακοπές με το μικρό παιδί τους. Στο θέρετρο όπου βρίσκονται θα συναντήσουν δύο φίλους του άντρα που έχει χάσει εδώ από τότε που παντρεύτηκε. Εκείνοι θα τον καλέσουν για μια βραδιά κρεπάλης, για να θυμηθούνε τα παλιά, η οποία όμως θα προκαλέσει αρκετές τριβές στο ζεύγος και θα τους κάνει να αναθεωρήσουν τη σχέση τους. Φυσικά δεν είναι πρωτότυπο, αλλά πραγματεύεται αληθινά προβλήματα στις ανθρώπινες σχέσεις, και ιδιαιτέρως στην γενιά των thirty something, που ήταν άλλωστε και πιθανός τίτλος της ταινίας. Ο ρουμάνος σκηνοθέτης βέβαια αντιμετωπίζει το θέμα από τη σκοπιά του άνδρα, θα μπορούσε να πει κανείς με μισογυνικό τρόπο, αφού η γυναίκα του είναι μόνο πηγή καταπίεσης και γκρίνιας. Το αποτέλεσμα πάντως δείχνει ότι μια τέτοια βραδιά κρεπάλης και υστερίας μπορεί μάλλον να λειτουργήσει ανανεωτικά για μια σχέση.



Οι επόμενες απόπειρες ήταν ελληνικές, ξεκινώντας από Τη Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Μετά την ταινία του για τον Σεφέρη, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος αφιερώνει μια ακόμα ταινία σε δύο από τους μεγαλύτερους ποιητές του προηγούμενου αιώνα. Ακροβατώντας μεταξύ ντοκυμαντέρ και μυθοπλασίας, κατορθώνει να χτίσει μια υπέροχη σύνθεση, συνδυάζοντας αρχειακό υλικό, την πορεία της έρευνας, επίκαιρα, φωτογραφίες, έγγραφα, την πρωτότυπη μουσική του Νίκου Κηπουργού, και φυσικά τα ποιήματα και τα γραπτά των δύο δημιουργών. Αντί όμως να εκκινήσει από τις πραγματικές ποιητικές ομοιότητες μεταξύ Πεσσόα και Καβάφη, η ιστορία του Χαραλαμπόπουλου βρίσκει την αφετηρία της σε ένα μυστηριώδες πρόσωπο, τον Βασίλη Καπόπουλο, που φαίνεται να βρίσκεται στα χειρόγραφα και των δύο ποιητών. Μέσα από την πορεία της έρευνας και του ντοκυμαντέρ, σιγά σιγά θα αρχίσουμε να παρακολουθούμε την αναπαράσταση της συνάντησης των δύο ποιητών στο υπερωκεάνιο Σατούρνια με κατεύθυνση την Νέα Υόρκη, με ενδιάμεσο τον Βασίλη Καπόπουλο, ο οποίος φαίνεται να αφηγείται στα γραπτά του τη συνάντηση. Η ιστορική έρευνα εμπλέκεται με την φαντασία και τη μυθοπλασία, χωρίς να μπορούμε να πούμε τι πραγματικά έγινε και τι όχι. Ουσιαστικά ο σκηνοθέτης αντλεί την έμπνευσή για την αφήγησή του από την ιδιαιτερότητα του έργου των δύο ποιητών, που χαρακτηρίζεται από μια ανάλογη μίξη πραγματικότητας και φαντασίας, ιστορίας και μυθοπλασίας, προσωπικότητας και περσόνας. Τόσο ο Πεσσόα με τους ετερώνυμούς του, όσο και ο Καβάφης με τις ιστορικές προσωπικότητες, εφευρίσκουν και υποδύονται ρόλους. Εκεί πατάει και ο Χαραλαμπόπουλος για να χτίσει το ψευδοντοκυμαντέρ του, χωρίς καμία υποτιμητική έννοια, αλλά ως ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, στο οποίο άλλωστε διέπρεψε ο Woody Allen με το Zelig. Μας αφήνει μετέωρους, να αναρωτιόμαστε αν υπήρξε ποτέ συνάντηση, αν υπήρξε ποτέ Καπόπουλος. Το αποτέλεσμα, αν και κάπως βαρύ μερικές φορές, μας αφήνει απολύτως γεμάτους και ικανοποιημένους, και αν το μπορούσαν οι ίδιοι οι ποιητές νομίζω ότι θα μειδιούσαν επίσης ικανοποιημένοι.


Ακολούθησε ένας νέος θεσμός του φεστιβάλ, η generation next του ελληνικού σινεμά. Παρακολουθήσαμε μικρού μήκους ταινίες από ελπιδοφόρους νέους σκηνοθέτες που γυρίζουν τώρα τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες τους. Πολύ σύντομη η παρουσίαση των νέων δημιουργών, χωρίς μάλιστα μετάφραση στα αγγλικά. Αν ξεχώρισαν κάποιες ταινίες, κρίνοντας από την αντίδραση του κοινού, μάλλον ήταν οι Νάρκες του Χρήστου Νικολέρη και τα Σαλιγγάρια της Λούλους του Παναγιώτη Φαφούτη, ίσως γιατί είχαν πιο έντονο το κοινωνικό μήνυμα. Μια παρατήρηση, ίσως τυχαία, ότι ανάμεσα στις 6 ταινίες μυθοπλασίας κυριαρχούσαν δύο θέματα, η μετανάστευση και η παιδική ηλικία. Και δεν εξαιρούνται οι ταινίες στις οποίες αναφέρομαι, που συνδυάζουν και τα δύο θέματα, η πρώτη αντιμιλιταριστική, η δεύτερη αντιξενοφοβική.
Το βράδυ της Τρίτης, στην Αποθήκη Γ του Φεστιβάλ, έπαιξε live ο Emir Kusturica με τους No Smoking Band του. Μπαίνοντας δυναμικά, καλησπερίζοντας τη Μακεδονία με τον σοβιετικό ύμνο και καλώντας τον κόσμο να τα σπάσει όλα, μας απέδειξαν πόσο καλοί πανηγυρτζήδες είναι, τόσο που θα ήθελε κανείς να τους έχει στο γάμο του. Με το χαρακτηριστικό βαλκανικό τσιγγανοπάνκ τους, ξεσήκωσαν τους θεατές που είχαν γεμίσει το χώρο, και δεν χόρταιναν τα stage diving. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Kusturica ανέβασε στη σκηνή και τον φίλο του Oliver Stone, χαρίζοντας ένα ιδιαίτερο ενσταντανέ στις κάμερες.


Το πρωί της Τετάρτης ήταν η μέρα του μεγάλου φεστιβαλικού γεγονότος, το masteclass και η συνέντευξη τύπου του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Takeshi Kitano. Μας είπε πως προτίμησε την Ελλάδα για να παρουσιάσει την ταινία του, γιατί λατρεύει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, και πιο συγκεκριμένα για τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία τους. Εξ ου άλλωστε και η έμπνευσή του για τον τίτλο της νέας του ταινίας, Ο Αχιλλέας και η Χελώνα. Ο ίδιος λέει πως το διάσημο παράδοξο του Ζήνωνα ανταποκρίνεται στη θεώρησή του για τη ζωή και την τέχνη, αφού έχει πλέον καταλάβει τη ματαιότητα της επιδίωξης της επιτυχίας. Αρκείται πια στο να κερδίζει τα απαραίτητα για να ζει και έχει απαλλαγεί από το άγχος της κριτικής δικαίωσης. Στην τριλογία που ολοκληρώνεται με την νέα ταινία του, επιλέγει να αφήσει πίσω το κλασικό του στιλ που τον καθιέρωσε και να κάνει ό,τι πραγματικά τον ευχαριστεί, χωρίς να ενδιαφέρεται για το εμπορικό αντίκρυσμα. Ευτυχεί φυσικά να έχει τη στήριξη του παραγωγού του. Αφήνει πίσω του το σήμα κατατεθέν του, το σταθερό κάδρο με την δράση να διαδραματίζεται άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από αυτό, επειδή λέει ότι το βαρέθηκε, αλλά και γιατί το κρίνει απαραίτητο για την αποτύπωση της σκοτεινής όψης της τέχνης, την νοσηρή της πλευρά. Είναι σεμνός, με το ιδιαίτερο χιούμορ του, δεν κοιτάει καθόλου τους συνομιλητές του. Όταν τον ρωτούν για την εμπειρία του στη διδασκαλία της κινηματογραφικής τέχνης, λέει πως δεν θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο, ούτε τον κινηματογράφο τέχνη που διδάσκεται, γι΄αυτό και υποστηρίζει ότι μαθαίνει απλώς τους μαθητές του να τρώνε και να πίνουν καλά. Όσο για τη ζωγραφική του, λέει ότι αποφάσισε να κάνει αυτήν την ταινία γιατί οι πίνακές του συσσωρεύονταν στο γραφείο του και δεν ήξερε να τους κάνει. Πάντως δηλώνει κακός ζωγράφος, γι΄αυτό και επιλέγει την φιγούρα του αποτυχημένου καλλιτέχνη για την ταινία του. Όσο γοητευτικός πάντως και αν ήταν ο Kitano, η παρουσία του στη Θεσσαλονίκη δεν μας έφτασε. To masteclass του, το οποίο προβλεπόταν να διαρκέσει δύο ώρες, τελικά κράτησε μία, την εξής μισή, αφού η μετάφραση από τα γιαπωνέζικα στα αγγλικά και τούμπαλιν παίρνει πολύ χρόνο. Στερήθηκαν έτσι οι ίδιοι οι θεατές από το να θέσουν ερωτήματα, κάτι που σίγουρα θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και θα δικαιολογούσε και την έννοια του masterclass. Όσο για την συνέντευξη τύπου μάθαμε ακόμα λιγότερα, αφού επαναλαμβάνονταν οι ίδιες ερωτήσεις του masterclass και όλα αυτά μπροστά σε δέκα ανθρώπους που άκουγαν και την υπόλοιπη αίθουσα γεμάτη βαβούρα, με τα μικρόφωνα να μη δουλεύουν, οργανωτικά δηλαδή με μια ντροπιαστική εικόνα που δεν φανερώνει επαρκή σεβασμό σε έναν τόσο μεγάλο δημιουργό, ούτε δικαιώνει τη γνώμη του για τον πολιτισμό μας.
Μ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: