Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
Για τον καθένα μας η αφορμή που αναγγέλλει τον ερχομό του καλοκαιριού είναι διαφορετική. Γι' άλλον είναι το πρώτο μπάνιο, γι' άλλον το πρώτο καρπούζι, γι' άλλον το πρώτο ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο. Για κάποιους από μας, λίγο περίεργους ομολογουμένως, είναι το πρώτο θερινό σινεμά, όπου ως γνωστόν φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια και τα νιάτα μας περνούν (θυμάται κανείς άραγε εκείνη τη συναυλία;). Έτσι κι εγώ μια νύχτα του Ιουνίου, πάνω που είχαν αρχίσει να πιάνουν οι ζέστες, κατηφόρισα προς το Σινέ Όασις στο Παγκράτι. Όνομα και πράγμα για τη γειτονιά του, δύο-τρία δέντρα ανάμεσα στις πολυκατοικίες τις πυρωμένες από τον ήλιο, λίγος άδειος χώρος ανάμεσα στα αυτοκίνητα και το μπετόν, φάτσες συμπαθητικές, και μια ταινία που δυστυχώς μόνο εκεί μπορεί κανείς να βρει. Ευτυχώς ο θεσμός των επανεκδόσεων μάς έχει δώσει έναν κάποιο λόγο να πηγαίνουμε ακόμα στα θερινά τα σινεμά, κατά τα άλλα κατακλυσμένα από χολιγουντιανές μπαρούφες και χαζογαλλικές κωμωδιούλες (αλήθεια, λέει είμαστε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα σε εισαγωγές γαλλικών ταινιών;).
Gruppo di Famiglia in un Interno (Luchino Visconti, 1974)
Lack of feeling is nothing, lack of touch very grave.
- W.H. Auden
Η ταινία που είδα εκείνο το βράδυ ήταν ένα από τα λιγότερο γνωστά σ' εμάς αριστουργήματα του δημιουργού της, τη Γοητεία της Αμαρτίας του Luchino Visconti. Ίσως κάπως αυθαίρετα να μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο αυτό του Visconti κλείνει μια τριλογία που είχε αρχίσει με τον Γατόπαρδο και συνεχίστηκε με τον Θάνατο στη Βενετία. Και στις τρεις ταινίες πρωταγωνιστής είναι ένας ηλικιωμένος, αριστοκράτης, διανοούμενος ή καλλιτέχνης, ή ένας συνδυασμός των παραπάνω χαρακτηριστικών, που γνωρίζει έναν όψιμο έρωτα που μπορεί να του ξαναδώσει ζωή, αλλά είναι πολύ αργά πια για να τον ζήσει. Ίσως βέβαια να μην είναι απλώς μια τριλογία, αλλά ένα θέμα που στοιχειώνει όλο το έργο του Ιταλού σκηνοθέτη: ο Deleuze παρομοιάζει το πολύ αργά πια του Visconti, με το βασανιστικά επαναλαμβανόμενο Nevermore του Edgar Allan Poe.
Στη Γοητεία της Αμαρτίας (στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει αυθαιρετήσει μόνο ο Έλλην μεταφραστής, αλλά και ο Άγγλος και ο Γάλλος) ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Burt Lancaster είναι ένας μοναχικός, στριφνός και γερασμένος καθηγητής που ζει μόνος του σε ένα αχανές ρωμαϊκό palazzo. Εκεί θα δεχτεί τη βάρβαρη εισβολή μιας ξεπεσμένης μαρκησίας που του ζητά επίμονα να της νοικιάσει το επάνω διαμέρισμα. Μετά από πίεση θα δεχτεί, για να ανακαλύψει ότι η μαρκησία δεν ήθελε το σπίτι για την αλλόκοτη οικογένειά της, αλλά για τον νεαρό ζιγκολό εραστή της. Σύντομα ο κόσμος του καθηγητή θα διαταραχτεί από τη γνωριμία με τον νεαρό, και στην άτονη ζωή του θα εισβάλει ο θόρυβος, το χρώμα, το πάθος. Όπως στο Θεώρημα του Pasolini ο Terence Stamp, εδώ ο Helmut Berger γίνεται ο θεός ή διάβολος που έλκει σαν μαγνήτης γύρω του όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Τελικά το μόνιμο ερώτημα του Visconti είναι κατά πόσο μπορεί να συμφιλιωθεί η πνευματική ζωή με τον αισθησιασμό, η αριστοκρατική με τη χυδαία φύση. Όμως η απάντηση παραπέμπει σε άλλα ερωτήματα, ολοένα πιο πολύπλοκα, που καταλήγουν στο ερώτημα αν μπορεί τελικά να συμφιλιωθεί το ζωντανό με το πεθαμένο, το εξαντλημένο. Έρχεται αντιμέτωπη η ζωή του καλλιτέχνη ή του ανθρώπου της τέχνης με την τέχνη της ζωής, η κόλαση της μοναξιάς με την κόλαση των άλλων, το ζην στο παρελθόν, υπό το βάρος των έργων τέχνης και της ιστορικής κληρονομιάς που πλημμυρίζει το κλειστό διαμέρισμα του καθηγητή, και στο ζην στο παρόν, στο ανέμελο, βάρβαρο, ισοπεδωτικό περιβάλλον των εισβολέων του. Όπως και στον Γατόπαρδο, μια νέα τάξη αστών έρχεται να ισοπεδώσει τα πάντα, να μετατρέψει τα πάντα σε αγαθά προς πώληση, την τέχνη, το πάθος, τα ιδανικά. Ο άνθρωπος της τέχνης, ο δημιουργός ή ο διανοούμενος, ο Visconti, βρίσκεται τελικά πάντα καταδικασμένος στη μοναξιά.
Μ.Μ.
1 σχόλιο:
The sensitivity was in my heart, not my hands.
Alain Leroy, Luis Malle "Le feu follet" (1963)
Δημοσίευση σχολίου