Οι Νύχτες Πρεμιέρας ξεκίνησαν φέτος μάλλον χλιαρά με τη συμπαθητική διασκεδαστική ταινία της Lone Scherfig An Education. Εξάλλου, όπως φάνηκε από τις καθιερωμένες ομιλίες της πρεμιέρας, στο φετινό φεστβάλ έχει δοθεί έμφαση στην ψυχαγωγία. Εύχομαι να εννοούν την ψυχαγωγία με την πρωταρχική της έννοια, αλλά πολύ αμφιβάλλω. Εκ πρώτης όψεως, η πληθώρα των ελαφρών κωμωδιών και των σπλάτερ μάλλον δεν δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ούτε βέβαια και οι δηλώσεις, όπου οι διοργανωτές καταθέτουν την πρόθεσή τους να μας βοηθήσουν να ξεχάσουμε την κρίση. Στον αντίποδα βέβαια προβάλλεται η πρόθεσή τους να στηρίξουν το ελληνικό σινεμά, αλλά αυτό αποτελεί ως έναν βαθμό και δώρο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η επιλογή για το άνοιγμα του φεστιβάλ επιβεβαιώνει μάλλον αυτές τις υπόνοιες: η προτίμηση στρέφεται προς τις feel good ταινίες (όρος που έχει κατακλύσει άλλωστε και τις παρουσιάσεις του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ). Θα μου πείτε, είναι αυτό αρνητικό; Σίγουρα πάντως είναι εύστοχο, αφού ο κόσμος προτιμά αυτές τις ταινίες. Ωστόσο, δεν ξέρω αν σκοπός του φεστιβάλ θα έπρεπε να είναι η εμπορικότητα των ταινιών ή το να διατηρεί έναν χαρακτήρα. Τελοσπάντων, όλα αυτά είναι σκέψεις που ίσως διαψευστούν στη συνέχεια.
Η Δανέζα σκηνοθέτιδα, που έγινε γνωστή στο ευρύτερο κοινό με το Ιταλικά για Αρχάριους, μας έρχεται τώρα με μια αγγλική παραγωγή, μια επιτυχία στο Sundance, που ενδεχομένως να κάνει και μια καλή πορεία στις αίθουσες. Πίσω στα sixties, μια νεαρή λονδρέζα ενηλικιώνεται και, μέσα από τη γνωριμία της με έναν μεγαλύτερό της άνδρα, έρχεται αντιμέτωπη με τα διλήμματα της ζωής. Όπου δίλημμα για μια νεαρή της εποχής σημαίνει: να παντρευτεί τον πλούσιο άνδρα και να αποκτήσει τη ζωή που ονειρεύεται ή να συνεχίσει τις λαμπρές σπουδές της και να πετύχει μια σπουδαία καριέρα (ως δασκάλα, βέβαια) με τις δικές της δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι όσο απλοϊκό και ελαφρό ακούγεται, μόνο που δεν παύει να είναι καλοφτιαγμένο. Φρεσκάδα υπάρχει, και στη σκηνοθεσία και στους ηθοποιούς, τόσο στην πρωταγωνίστρια όσο και στους άλλους ρόλους. Αλλά υπάρχουν και πολλά εύπεπτα κλισέ, που οφείλονται μάλλον στη μπεστ σέλερ λογική του σεναρίου του Nick Hornby.High Life (Gary Yates, 2009)
Η κατηφόρα στο σινεμά της διασκέδασης συνεχίστηκε με την (κατά λάθος) επιλογή της ταινίας High life του Gary Yates. Στο πρώτο πεντάλεπτο, συνειδητοποιώντας πόσο ηλίθια ταινία επρόκειτο να δω σκέφτηκα σοβαρά να φύγω. Και το σκεφτόμουν για αρκετή ώρα. Μέχρι που αποφάσισα που η ηλιθιότητά της είναι τέτοια που αξίζει να κάτσω μέχρι το τέλος. Τέσσερα πρεζάκια που αποφασίζουν να ληστέψουν μια τράπεζα. Υποσχέσεις για ηλίθιο χιούμορ, αλλά σίγουρα τίποτα καινούριο. Ούτε για το είδος των ταινιών με ληστείες, ούτε για το είδος των ταινιών με πρέζα. Το γεγονός ότι διαδραματίζεται στα eighties ελάχιστη σημασία έχει, πέρα από τη μουσική δηλαδή. Πλησιάζοντας προς την κορύφωση, αρχίζει να βγάζει κάποιο γέλιο, πάντα στα πλαίσια της ηλιθιότητας βέβαια, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο. Παρ' όλα αυτά οι ηθοποιοί δεν είναι κακοί, ούτε η ταινία είναι κακογυρισμένη, ίσως θα προτιμούσα κάπως πιο σφιχτό, δεμένο ρυθμό, και φυσικά κάτι καινούριο να μας πει.
Θα συνεχίσουμε οσονούπω παρουσιάζοντας άλλες ταινίες του φεστιβάλ.
Μ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου