27/3/09

Import/Export (Ulrich Seidl, 2007)

Οι δύο πιο αναγνωρίσιμοι εκπρόσωποι της Αυστρίας στο εξωτερικό είναι αναμφίβολα ο Michael Haneke και η Elfride Jelinek, ο ένας για τις ταινίες του και τις θεατρικές του σκηνοθεσίες, η άλλη για τα μυθιστορήματά της, βραβευμένη πρόσφατα με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Μάλιστα οι δυο τους έχουν συνεργαστεί σε μία από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές μεταφορές, τη Δασκάλα του Πιάνου, με πρωταγωνίστρια την μοναδική Isabelle Huppert. Τα κοινά τους στοιχεία είναι η αδυσώπητη κριτική της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στην Ευρώπη, και ιδίως στη χώρα τους την Αυστρία, άσχετα αν ο Haneke τελευταία έχει μετακομίσει στη Γαλλία και έχει στραφεί στη γαλλική πραγματικότητα. Μέσα από ακραίες συνήθως οικογενειακές ή ατομικές ιστορίες, στιγματίζουν την υποκρισία, την αποξένωση, την αλλοτρίωση του κοινωνικού συνόλου, με τρόπο που γίνεται πιο σαφές το γιατί συχνά διαβάζουμε στις ειδήσεις για άγρια εγκλήματα, για διαστροφή, για επιστροφή του φαντάσματος του ναζισμού.
Στα χνάρια των δύο διάσημων δημιουργών κινείται ένας έτερος αυστριακός σκηνοθέτης, ο Ulrich Seidl. Τον είχαμε πρωτοδεί με το έργο του Dog Days, να αποτυπώνει με χειρουργική ακρίβεια την νοσούσα αυστριακή κοινωνία, μέσα από διάφορες ανθρώπινες ιστορίες που συγκλίνουν με φόντο ένα πλούσιο προάστιο της Βιέννης, κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού καύσωνα. Χωρίς να κρύβει την επιρροή του από τον Haneke, ο Seidl διαγιγνώσκει τον αυτισμό της αστικής τάξης, την παράδοσή της στον άνευ όρων καταναλωτισμό, τον κίνδυνο του φασισμού λόγω πλήξης. Οι σκηνές με το κερί και την μισοτρελαμένη γυναίκα που απομνημονεύει λίστες και δημοσκοπήσεις μένουν χαραγμένες στη μνήμη.
Χάρη σε μια ρετροσπεκτίβα που διοργανώνει η αγαπημένη μας αίθουσα Reflet Medicis είχα την ευκαιρία να δω την τελευταία του ταινία, Import/Export. Ίσως πιο ώριμη, πάντως εξίσου ωμή και κριτική για την Αυστρία και γενικότερα την Ευρώπη. Ο τίτλος Εισαγωγαί/Εξαγωγαί δεν αναφέρεται στη ροή εμπορευμάτων, αλλά σε ένα άλλο εμπόριο που ανθεί στη σύγχρονη Ευρώπη, και έχει να κάνει με την εισροή ανθρώπινου δυναμικού. Με την ίδια ψυχρή και αποστασιοποιημένη ματιά, καταγράφει τις αντίστροφες πορείες ενός Αυστριακού νέου, που αδυνατεί να βρει δουλειά και ζει δανειζόμενος από γνωστούς και φίλους, και μιας ουκρανής νοσοκόμας που αφήνει το παιδί της και μεταναστεύει στην Αυστρία για να δουλέψει ως οικιακή βοηθός και έπειτα ως καθαρίστρια σε ένα γηροκομείο. Παρακολουθούμε την εξαθλίωση και από τις δύο πλευρές, από τη μία τον παραλογισμό που επιφέρει ο φόβος της ανεργίας, με τα μαθήματα που ακολουθεί ο νέος για να γίνει σεκιούριτυ ή γραμματέας, και από την άλλη με τον πενιχρό μισθό και την ανάγκη απασχόλησης σε chat rooms διαδικτυακού σεξ. Η φυγή στη Δύση δεν βελτιώνει πολύ τα πράγματα: ταπείνωση, φθόνος, απόλυση χωρίς λόγο. Οι Αυστριακοί εκμεταλλεύονται την επισφαλή θέση των μεταναστών για να εκδηλώσουν τα κόμπλεξ τους και τα εξουσιαστικά τους ένστικτα. Αλλά και όταν πηγαίνουν εκείνοι στο εξωτερικό, η συμπεριφορά τους είναι ανάλογη: με το ισχυρό τους νόμισμα, βρίσκουν ευκαιρία να ικανοποιήσουν τις πιο άρρωστες φαντασιώσεις τους. Τελικά τι είναι αυτό που εισάγεται και εξάγεται πέρα από τις ροές ανθρώπων; Η Δύση εισάγει φθηνό εργατικό δυναμικό, ανθρώπινη εξαθλίωση και δυστυχία που θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, και εξάγει διαστροφή, ψευδαισθήσεις εξουσίας, οτιδήποτε ανεπιθύμητο, από παλιά φλιπεράκια μέχρι διεστραμμένες φαντασιώσεις.
Αν και υπάρχει άφθονο χιούμορ, έστω και μαύρο, στην ταινία, η ματιά του Seidl είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη. Το κλείσιμο της ταινίας, με τους γέρους της κλινικής να φωνάζουν "Tod, Tod", επιβεβαιώνει την άποψη του σκηνοθέτη για την αυστριακή κοινωνία, όπως την είχε εκφράσει και με τις παχουλές, ιδρωμένες φιγούρες του Dog Days. Αν και το χιούμορ του λοιπόν παραπέμπει στον κινηματογράφο του Kaurismaki, η ματιά του παραπέμπει στο άλλο άκρο. Και το σίγουρο είναι ότι λίγοι σκηνοθέτες έχουν καταφέρει να απεικονίσουν μια τόσο άσχημη Ευρώπη.
Μ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: