The Wrestler (Darren Aronofsky, 2009)
Αν μη τι άλλο, πρόκειται για μια διπλή επιστροφή. Πρώτα απ' όλα του Mickey Rourke, του μεγάλου αυτού ηθοποιού που δεν παίζει απλώς το ρόλο της ζωής του, παίζει την ίδια του τη ζωή (η μάχη με τον Sean Penn αναμένεται με αγωνία). Ταυτόχρονα του ανθρώπου που τον εμπιστεύθηκε και τον επανέφερε στη μεγάλη οθόνη: του Darren Aronofsky, που μετά από ένα μικρό διάλειμμα επιστρέφει στον ωμό, αιχμηρό, ανελέητο κινηματογράφο με τον οποίο τον γνωρίσαμε.
Η ιστορία είναι απλούστατη, είναι η ιστορία ενός παλαιστή, του Randy the Ram, ή καλύτερα η ιστορία της παρακμής του. Η ακμή του ουσιαστικά αναφέρεται συνοπτικά στην εισαγωγή και δεν αποτελεί μέρος της ταινίας. Η παρακμή του καταγράφεται από όλες τις απόψεις, τη σωματική, όπου το κορμί του έχει μετατραπεί σε δοχείο παραϊατρικών σκευασμάτων και παραπαίει, αδύναμο να ανταποκριθεί στον παραλογισμό της πάλης, τη συναισθηματική, όπου η μόνη του επικοινωνία εκτός αρένας είναι με μια στριπτιζέζ με την οποία ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες κατά τη διάρκεια του χορού, αλλά και την ψυχική, την οικονομική, την επαγγελματική.
Ομολογώ ότι στο πρώτο μισάωρο σκεφτόμουν σοβαρά να φύγω. Μου φαινόταν ότι παρακολουθούσα έναν καταιγισμό βίας χωρίς καμία ουσία, χωρίς κανένα λόγο ύπαρξης. Η ταινία ξεκινάει σαν φόρος τιμής στο wrestling, αποκλειστικά για τους φαν του είδους. Και μετά το καρδιακό επεισόδιο, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, και ως εκ τούτου έλεγα γιατί να κάτσω να το υποστώ μέχρι τέλους; Όμως σιγά σιγά αρχίζει να χτίζει μια εναλλακτική πορεία για τον ήρωα που μοιάζει να είναι εφικτή, ένα παραθυράκι ελπίδας. Και εκεί η ταινία αρχίζει να αποκτά ένα νόημα.
Το νόημα για μένα έχει να κάνει κυρίως με τα όρια. Κάτι που φαίνεται πιο ξεκάθαρα μέσα από την τοπολογία της ταινίας. Οι βασικοί χώροι της ταινίας είναι πέντε: το σπίτι του ήρωα, η αρένα, το στριπτιζάδικο, το πολυκατάστημα, το σπίτι της κόρης του. Για να μπει σε αυτούς τους πέντε χώρους, ο ήρωας πρέπει να υπερβεί κάποια όρια. Για να μπει στο σπίτι του πρέπει να ξεχρεώσει τον ιδιοκτήτη που σημαίνει να συμμετάσχει σε αγώνες για να βρει χρήματα. Για να μπει στην αρένα πρέπει να βρει τις χαμένες δυνάμεις του, να χαπακωθεί με κάθε είδους ουσίες. Για να μπει στο στριπτιζάδικο, πρέπει να ξεκαθαρίσει ποια είναι η σχέση του με την Κάσιντυ, γιατί είναι ένας χώρος στον οποίο απαγορεύονται τα συναισθήματα. Για να πάει στον χώρο εργασίας του, πρέπει να αποδυθεί το ρόλο του σουπερστάρ και να γίνει ταπεινός, ανθρώπινος. Όταν πρωτοπηγαίνει στο σπίτι της κόρης του, εκείνη τον αφήνει απ' έξω. Τη δεύτερη φορά, πηγαίνουν μαζί περίπατο και επισκέπτονται χώρους που τους συνδέουν από την εποχή που ακόμα πατέρας και κόρη είχαν σχέση. Οι χώροι αυτοί, που άλλοτε ζούσαν ένδοξες στιγμές (όπως η σχέση του Ράντι με την κόρη του), είναι τώρα εγκαταλελειμμένοι, παγεροί, άδειοι. Για μια στιγμή, στην υπέροχη σκηνή του χορού, φαίνεται να μπορούν να ξαναγεμίσουν, να αναθερμανθούν χάρη στα συναισθήματα. Όμως τα πολλά λάθη του παρελθόντος δεν μπορούν να επιτρέψουν άλλο: ούτε το στριπτιζάδικο ούτε το σπίτι της κόρης του μπορούν να του παράσχουν καταφύγιο, συναισθήματα, συντροφιά. Ο μοναχικός δρόμος της αυτοκαταστροφής είναι αναπόφευκτος: ο μόνος χώρος που του ανήκει, που είναι φιλόξενος, όπου τον αγαπάνε, είναι το ρινγκ, με τις ιαχές του κοινού και τις νότες των Guns N' Roses.
Ο Aronofsky υπογράφει μια ταινία εξίσου δυνατή με τις δύο πρώτες του, δεν θα πω και εξίσου καλή, αλλά για το είδος της και για το θέμα της δύσκολα θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Και για τους ευαίσθητους θεατές (σαν και μένα), προτείνω να το σκεφτείτε καλά πριν τη δείτε.
Η ιστορία είναι απλούστατη, είναι η ιστορία ενός παλαιστή, του Randy the Ram, ή καλύτερα η ιστορία της παρακμής του. Η ακμή του ουσιαστικά αναφέρεται συνοπτικά στην εισαγωγή και δεν αποτελεί μέρος της ταινίας. Η παρακμή του καταγράφεται από όλες τις απόψεις, τη σωματική, όπου το κορμί του έχει μετατραπεί σε δοχείο παραϊατρικών σκευασμάτων και παραπαίει, αδύναμο να ανταποκριθεί στον παραλογισμό της πάλης, τη συναισθηματική, όπου η μόνη του επικοινωνία εκτός αρένας είναι με μια στριπτιζέζ με την οποία ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες κατά τη διάρκεια του χορού, αλλά και την ψυχική, την οικονομική, την επαγγελματική.
Ομολογώ ότι στο πρώτο μισάωρο σκεφτόμουν σοβαρά να φύγω. Μου φαινόταν ότι παρακολουθούσα έναν καταιγισμό βίας χωρίς καμία ουσία, χωρίς κανένα λόγο ύπαρξης. Η ταινία ξεκινάει σαν φόρος τιμής στο wrestling, αποκλειστικά για τους φαν του είδους. Και μετά το καρδιακό επεισόδιο, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, και ως εκ τούτου έλεγα γιατί να κάτσω να το υποστώ μέχρι τέλους; Όμως σιγά σιγά αρχίζει να χτίζει μια εναλλακτική πορεία για τον ήρωα που μοιάζει να είναι εφικτή, ένα παραθυράκι ελπίδας. Και εκεί η ταινία αρχίζει να αποκτά ένα νόημα.
Το νόημα για μένα έχει να κάνει κυρίως με τα όρια. Κάτι που φαίνεται πιο ξεκάθαρα μέσα από την τοπολογία της ταινίας. Οι βασικοί χώροι της ταινίας είναι πέντε: το σπίτι του ήρωα, η αρένα, το στριπτιζάδικο, το πολυκατάστημα, το σπίτι της κόρης του. Για να μπει σε αυτούς τους πέντε χώρους, ο ήρωας πρέπει να υπερβεί κάποια όρια. Για να μπει στο σπίτι του πρέπει να ξεχρεώσει τον ιδιοκτήτη που σημαίνει να συμμετάσχει σε αγώνες για να βρει χρήματα. Για να μπει στην αρένα πρέπει να βρει τις χαμένες δυνάμεις του, να χαπακωθεί με κάθε είδους ουσίες. Για να μπει στο στριπτιζάδικο, πρέπει να ξεκαθαρίσει ποια είναι η σχέση του με την Κάσιντυ, γιατί είναι ένας χώρος στον οποίο απαγορεύονται τα συναισθήματα. Για να πάει στον χώρο εργασίας του, πρέπει να αποδυθεί το ρόλο του σουπερστάρ και να γίνει ταπεινός, ανθρώπινος. Όταν πρωτοπηγαίνει στο σπίτι της κόρης του, εκείνη τον αφήνει απ' έξω. Τη δεύτερη φορά, πηγαίνουν μαζί περίπατο και επισκέπτονται χώρους που τους συνδέουν από την εποχή που ακόμα πατέρας και κόρη είχαν σχέση. Οι χώροι αυτοί, που άλλοτε ζούσαν ένδοξες στιγμές (όπως η σχέση του Ράντι με την κόρη του), είναι τώρα εγκαταλελειμμένοι, παγεροί, άδειοι. Για μια στιγμή, στην υπέροχη σκηνή του χορού, φαίνεται να μπορούν να ξαναγεμίσουν, να αναθερμανθούν χάρη στα συναισθήματα. Όμως τα πολλά λάθη του παρελθόντος δεν μπορούν να επιτρέψουν άλλο: ούτε το στριπτιζάδικο ούτε το σπίτι της κόρης του μπορούν να του παράσχουν καταφύγιο, συναισθήματα, συντροφιά. Ο μοναχικός δρόμος της αυτοκαταστροφής είναι αναπόφευκτος: ο μόνος χώρος που του ανήκει, που είναι φιλόξενος, όπου τον αγαπάνε, είναι το ρινγκ, με τις ιαχές του κοινού και τις νότες των Guns N' Roses.
Ο Aronofsky υπογράφει μια ταινία εξίσου δυνατή με τις δύο πρώτες του, δεν θα πω και εξίσου καλή, αλλά για το είδος της και για το θέμα της δύσκολα θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Και για τους ευαίσθητους θεατές (σαν και μένα), προτείνω να το σκεφτείτε καλά πριν τη δείτε.
M.M.
7 σχόλια:
κατα την γνωμη μου δεν θα πρεπε να μπει καν στην αναμετρηση με τον Πεν.Σαν αναισθητος θεατης λοιπον δεν συγκινηθηκα καθολου με εναν πλαστικοποιημενο Ρουρκ και με τα λαθος μηνυματα που περναει η ταινια.Αν τελικα παρει Οσκαρ θα εναι μονο λογω ταυτισης των περισσοτερων ψηφοφορων με τις χρησεις και καταχρησεις ουσιων.
κάτι ήξερε ο ανώνυμος, αναίσθητος αναγνώστης μας.
οι losers δεν κερδίζουν όσκαρ
οι χαμενοι θα επρεπε να κερδιζουν κατι παραπανω απο ενα Οσκαρ.Διαθεση για ζωη...εσενα ευαισθητε Μ.Μ.σου φαινεται οτι ο συγκεκριμενος χαμενος την εχει;
Δεν ξέρω γιατί Ανώνυμε φίλε, έθεσες θέμα ευ-αν/αισθησίας.
Αρνείσαι την διάθεση, την ροπή ή την ανάγκη κάποιων να "ανακαλύπτουμε" στοιχεία σε ανθρώπους που γνωρίζουμε, που μας κάνουν να νοιαζόμαστε για δαύτους;
Το αντιθετο θα ελεγα.Απλα πιστευω οτι ενας τετοιος Χολυγουντιανος θεσμος με την απηχηση που εχει παγκοσμιως πρεπεινα υποστηριζει και να προβαλλει ιστοριες ανθρωπων που τολμησαν να υποστηριξουν την διαφορετικοτητα τους ακομα και αν το τιμημα ειναι η ζωη τους.Ολοι ξερουμε τις αδυναμιες του Ρουρκ,δικαιωμα του αναμφισβητητα.Ποιος ηξερε τον ΜILK?
Όσοι τον ήξεραν, φίλε. Σίγουρα περισσότεροι απ' όσους ήξεραν τον Randy.
Ένας καλλιτεχνικός οργανισμός, μια απονομή βραβείων ή εσύ κι εγώ, δεν είμαστε διδάσκαλοι των εθνών. Μιλάμε (προωθούμε/θαυμάζουμε) για κείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για μας.
Σταλινισμοί ("λάθος μηνύματα";;;), λοιδωρεία ("πλαστικοποιημένο Ρουρκ"), πολιτικές ορθότητες (περί ουσιών, ο λόγος) και ακτιβιστικές δικαιωματικότητες (μέρος όχι απαραίτητα και καλών ταινιών) δεν είναι λόγος να καταργείς φραστικά τους υπόλοιπους "αντιφρονούντες".
Λέω να παρέμβω και εγώ σ'αυτό τον μακρύ διάλογο. Δυστυχώς δεν έχω δει καμία από τις δύο ταινίες για τις οποίες μιλάτε ωστόσο βρίσκω ότι η συζήτηση δεν αφορά μονάχα αυτές.
Κατ'αρχην να υπενθυμίσω ότι το θέμα ευαισθησίας τέθηκε από τον συγγραφέα του κειμένου, όταν έγραψε για ευαίσθητους θεατές. Θα συμφωνήσω ότι τέτοιο θέμα τελικά δεν υφίσταται, κάθε θεατής που θέτει τον εαυτό του απέναντι σ'ενα έργο έχει "ευ-αισθησία". Ο βαθμός ποικίλει, ο καθένας μας φαίνεται να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτος ανάλογα με τη θεματική που τον αγγίζει περισσότερο.
Καταλαβαίνω ότι διαφωνείτε ως προς το γιατί τελικά βραβεύεται κάποιος: για την ερμηνευτική του ικανότητα ή για τον ρόλο που ερμηνεύει; Φαντάζομαι η απάντηση βρίσκεται στο πρώτο σκέλος. Και φυσικά το αιώνιο ερώτημα: η τέχνη πρέπει να υπηρετεί σκοπούς (πολιτικούς, ηθικολογικούς κτλ.) ή να αποτελεί την ελεύθερη, προσωπική έκφραση του δημιουργού; Νομίζω ότι η απάντηση είναι η προσωπική, η επιλογή ελεύθερη και οι διαφωνίες ατελείωτες.
Δημοσίευση σχολίου