Μοναδικός, τεράστιος Clint. Ιδίως για τους φανατικούς του, μια ταινία που σίγουρα δεν πρέπει να χάσουν. Είχα διαβάσει ή ακούσει διάφορες απόψεις πριν την δω, που μου είχαν φανεί μάλλον υπερβολικές. Όμως, βγαίνοντας από την αίθουσα, η απόλαυση ήταν τέτοια που θα μπορούσα και εγώ να γράψω κάτι υπερβολικό. Όπως, για παράδειγμα, ότι πρόκειται για την κορυφαία ταινία του. Εξακολουθώ να το πιστεύω, αλλά αναγνωρίζοντας ότι με αυτή την άποψη λίγοι μπορούν να συμφωνήσουν. Ας προσπαθήσω όμως να εξηγήσω τους λόγους. Πρώτον, λίγο πριν συμπληρώσει τα 80 του χρόνια, ο Clint Eastwood περνάει μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της καριέρας του. Τόσο στις ταινίες που δημιουργεί με ολοένα και πιο γρήγορο ρυθμό, όσο και ως απολαυστικός πρωταγωνιστής του Gran Torino, δείχνει σημάδια μιας όψιμης νιότης. Σαν να θέλει να νικήσει τον θάνατο που πλησιάζει και εμφανίζεται σταθερά ως απειλή στα τελευταία έργα του. Και θαρρεί κανείς ότι κάθε έργο του θα μπορούσε να είναι το τελευταίο του, αυτο με το οποίο θα κλεισει την καριέρα του και θα τον θυμάται το κοινό του.
Δεύτερον, σε μια σαφώς αυτοαναφορική και εξομολογητική ταινία, ο Clint Eastwood παίρνει την κινηματογραφική του περσόνα, αυτή με την οποία χάραξε ανεξίτηλα ολόκληρες γενεές, και την κάνει κομμάτια. Με πανέξυπνη ειρωνεία και χιούμορ, παίζει στην οθόνη τον ίδιο του τον εαυτό, με όλα τα στερεότυπα των ρόλων που είχε στη ζωή του, του σκληρού και αμείλικτου εκδικητή, του vigilante μπάτσου, του μισάνθρωπου ρατσιστή, του μοναχικού απόστρατου από τον πόλεμο της Κορέας. Και όλα αυτά τα ενσαρκώνει ο ίδιος ο ογδοντάχρονος Clint Eastwood, καταρρίπτοντάς τα ένα ένα, εκθέτοντας τη γελοιότητά τους, με φόντο τη σύγχρονη Αμερική, όπου πλέον η γειτονιά των Ευρωπαίων μεταναστών στην οποία έζησε τη ζωή του ο Walt Kowalski έχει κατακλυστεί από Ασιάτες, Μαύρους και Μεξικανούς. Ο Eastwood κατορθώνει να εκφράσει αυτόν τον ρατσισμό με χιουμοριστικό τρόπο, έτσι ώστε και ο χαρακτήρας να είναι πειστικός, χωρίς να είναι καρικατούρα, αλλά και ταυτόχρονα να στηλιτεύεται ο ρατσισμός , ως παράλογη υπερβολή (παράδειγμα, με τους Κινέζους που κατακλύζουν το σπίτι του με δώρα, τα οποία εκείνος στην αρχή πετάει στα σκουπίδια, αλλά τη δεύτερη φορά τα δέχεται με ευχαρίστηση, αφού τα έχει δοκιμάσει). Η εικόνα του αμείλικτου μισάνθρωπου μαλακώνει σιγά σιγά, καθώς ο ήρωας διαπιστώνει ότι έχει περισσότερα κοινά με τους ανεπιθύμητους Κινέζους, παρά με την ίδια του την οικογένεια. Και ότι θέλει για φίλους εκείνους που βγάζουν έντιμα το ψωμί τους, όπως το έκανε η δική του γενιά.
Η τελευταία σκηνή οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, που φέρνει στο νου τις πρώτες ταινίες του Eastwood, όταν προετοιμάζει την ηρωική απόδοση δικαιοσύνης. Όμως ο γερο-Eastwood θα ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο από αυτόν της περσόνας του: το δρόμο της θυσίας και της λύτρωσης. Και φυσικά εδώ αξίζει να αναφερθούμε στον καθοριστικό χαρακτήρα της ταινίας, τον νέο ιερέα, ο οποίος προσπαθεί από τη μέρα του θανάτου της γυναίκας του Walt να τον πείσει να εξομολογηθεί, σύμφωνα με την επιθυμία της. Ο Walt τον διαλοστέλνει, αλλά μέσα από την επιμονή του ιερέα, θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στους δύο. Την πρώτη φορά που ο Walt δέχεται να του μιλήσει, του λέει ότι δεν ξέρει τίποτα για τη ζωή και το θάνατο, αντίθετα με αυτόν που έχει ζήσει τον πόλεμο. Ο ιερέας του απαντά ότι ίσως να ξέρει περισσότερα για τον θάνατο, αλλά όχι για τη ζωή. Και μέσα από τη σχέση τους, ο ένας χαρακτήρας δίνει στον άλλον ένα μάθημα χριστιανισμού, ο ένας για τη ζωή και ο άλλος για τον θάνατο. Μια από τις ωραιότερες σκηνές του Eastwood είναι η σκηνή της εξομολόγησης, όπου ουσιαστικά δεν εξομολογείται τίποτα στον παπά, αλλά τα εξομολογείται όλα στον νεαρό κινέζο γείτονά του, με τις γρίλιες που τους χωρίζουν να δηλώνουν ότι πρόκειται για την αληθινή εξομολόγηση. Συμβολικά, έχει μεγάλη σημασία και η σκηνή της κληρονομιάς, όπου το σύμβολο του αμερικανικού πολιτισμού, το δημιούργημα και κτήμα ενός Αμερικανού που πολέμησε και εγκλημάτισε στον πόλεμο της Κορέας παραδίδεται σε έναν νεαρό Κινέζο που προσπάθησε να του το κλέψει.
Δεύτερον, σε μια σαφώς αυτοαναφορική και εξομολογητική ταινία, ο Clint Eastwood παίρνει την κινηματογραφική του περσόνα, αυτή με την οποία χάραξε ανεξίτηλα ολόκληρες γενεές, και την κάνει κομμάτια. Με πανέξυπνη ειρωνεία και χιούμορ, παίζει στην οθόνη τον ίδιο του τον εαυτό, με όλα τα στερεότυπα των ρόλων που είχε στη ζωή του, του σκληρού και αμείλικτου εκδικητή, του vigilante μπάτσου, του μισάνθρωπου ρατσιστή, του μοναχικού απόστρατου από τον πόλεμο της Κορέας. Και όλα αυτά τα ενσαρκώνει ο ίδιος ο ογδοντάχρονος Clint Eastwood, καταρρίπτοντάς τα ένα ένα, εκθέτοντας τη γελοιότητά τους, με φόντο τη σύγχρονη Αμερική, όπου πλέον η γειτονιά των Ευρωπαίων μεταναστών στην οποία έζησε τη ζωή του ο Walt Kowalski έχει κατακλυστεί από Ασιάτες, Μαύρους και Μεξικανούς. Ο Eastwood κατορθώνει να εκφράσει αυτόν τον ρατσισμό με χιουμοριστικό τρόπο, έτσι ώστε και ο χαρακτήρας να είναι πειστικός, χωρίς να είναι καρικατούρα, αλλά και ταυτόχρονα να στηλιτεύεται ο ρατσισμός , ως παράλογη υπερβολή (παράδειγμα, με τους Κινέζους που κατακλύζουν το σπίτι του με δώρα, τα οποία εκείνος στην αρχή πετάει στα σκουπίδια, αλλά τη δεύτερη φορά τα δέχεται με ευχαρίστηση, αφού τα έχει δοκιμάσει). Η εικόνα του αμείλικτου μισάνθρωπου μαλακώνει σιγά σιγά, καθώς ο ήρωας διαπιστώνει ότι έχει περισσότερα κοινά με τους ανεπιθύμητους Κινέζους, παρά με την ίδια του την οικογένεια. Και ότι θέλει για φίλους εκείνους που βγάζουν έντιμα το ψωμί τους, όπως το έκανε η δική του γενιά.
Η τελευταία σκηνή οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, που φέρνει στο νου τις πρώτες ταινίες του Eastwood, όταν προετοιμάζει την ηρωική απόδοση δικαιοσύνης. Όμως ο γερο-Eastwood θα ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο από αυτόν της περσόνας του: το δρόμο της θυσίας και της λύτρωσης. Και φυσικά εδώ αξίζει να αναφερθούμε στον καθοριστικό χαρακτήρα της ταινίας, τον νέο ιερέα, ο οποίος προσπαθεί από τη μέρα του θανάτου της γυναίκας του Walt να τον πείσει να εξομολογηθεί, σύμφωνα με την επιθυμία της. Ο Walt τον διαλοστέλνει, αλλά μέσα από την επιμονή του ιερέα, θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στους δύο. Την πρώτη φορά που ο Walt δέχεται να του μιλήσει, του λέει ότι δεν ξέρει τίποτα για τη ζωή και το θάνατο, αντίθετα με αυτόν που έχει ζήσει τον πόλεμο. Ο ιερέας του απαντά ότι ίσως να ξέρει περισσότερα για τον θάνατο, αλλά όχι για τη ζωή. Και μέσα από τη σχέση τους, ο ένας χαρακτήρας δίνει στον άλλον ένα μάθημα χριστιανισμού, ο ένας για τη ζωή και ο άλλος για τον θάνατο. Μια από τις ωραιότερες σκηνές του Eastwood είναι η σκηνή της εξομολόγησης, όπου ουσιαστικά δεν εξομολογείται τίποτα στον παπά, αλλά τα εξομολογείται όλα στον νεαρό κινέζο γείτονά του, με τις γρίλιες που τους χωρίζουν να δηλώνουν ότι πρόκειται για την αληθινή εξομολόγηση. Συμβολικά, έχει μεγάλη σημασία και η σκηνή της κληρονομιάς, όπου το σύμβολο του αμερικανικού πολιτισμού, το δημιούργημα και κτήμα ενός Αμερικανού που πολέμησε και εγκλημάτισε στον πόλεμο της Κορέας παραδίδεται σε έναν νεαρό Κινέζο που προσπάθησε να του το κλέψει.
Δεν μπορώ να σταματήσω να πιστεύω ότι το κλείσιμο του Gran Torino, υπό τη συνοδεία της μουσικής του υιού Eastwood, συνδυάζει μια αφάνταστη μελαγχολία με μια γλυκιά ευχαρίστηση, που θα μπορούσε να δηλώνει το τέλος μιας καριέρας. Όμως ο Clint θα επιστρέψει σύντομα για να μας ξαναεκπλήξει.
Μ.Μ.
1 σχόλιο:
Συγχαρητήρια για αυτήν την υπέροχη κριτική παρουσίαση της ταινίας!
Και εγώ όταν βγήκα απ' το σινεμά είπα ναι, με αυτήν την ταινία μπορεί να μας αποχαιρετίσει...
Αγαπημένη η σκηνή με τις γρίλες της αληθινής εξομολόγησης που αναφέρεις. Όπως και αυτή με τα δύο λευκά αμάξια που φλερτάρουν τον πιτσιρικά. Με το θεωρητικά φιλικό να είναι το πιο επικίνδυνο... Τόσο επικίνδυνες όσο οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που παράγονται ευθέως της ίδιας της "οικογένειας"...
Την Καλησπέρα μου...
Δημοσίευση σχολίου