16/4/09

Let the right one in (Tomas Alfredson, 2008)

«Let the right one in
Let the old dreams die
Let the wrong ones go
They cannot do what you want them to do
And when at last it does
I'd say you were within your rights to bite
The right one and say, what kept you so long ?»
(«Let the right one slip in», Morissey)


Λίγες ώρες πριν πάω να δω την ταινία, διάβαζα στην εφημερίδα για το περιστατικό του νέου μαθητή του ΟΑΕΔ, που πυροβόλησε τρία άτομα πριν αυτοκτονήσει. Μια ειδικός έγραφε ότι πίσω από την πράξη του νεαρού κρυβόταν μια ιστορία "bullying", εκφοβισμού από κάποιους νταήδες (για την ακρίβεια μιλάει για το νέο φαινόμενο του "cyberbullying", το οποίο δεν θα μας απασχολήσει επί του προκειμένου). Στην Ελλάδα δεν είχαμε ακόμα ζήσει πολλά τέτοια περιστατικά, αλλά τον τελευταίο καιρό όλο και αυξάνονται (βλ. και την ιστορία του Άλεξ, για την οποία ποτέ δεν μάθαμε τι πραγματικά συνέβη). Στη Βόρεια Ευρώπη όμως και στις Ηνωμένες Πολιτείες τα φαινόμενα αυτά ανθούν εδώ και καιρό. Και φυσικά έχουν αποτελέσει θέμα πολλών ταινιών.
Έχοντας φρέσκιες λοιπόν στο μυαλό μου αυτές τις σκέψεις, είδα και το
Άσε το κακό να μπει από αυτή τη σκοπιά. Ασφαλώς αυτό δεν είναι το βασικό θέμα της ταινίας. Είναι πρωτίστως μια πρωτότυπη ταινία τρόμου και φαντασίας, με φόντο το γκρίζο και παγερό σουηδικό τοπίο. Είναι μια ασυνήθιστη, ρομαντική ιστορία παιδικής αγάπης. Ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια των αμερικάνικων εμπορικών εφηβικών ταινιών τρόμου, για να ενταχθεί σε μια πλούσια παράδοση γοτθικών ταινιών τρόμου από τον Νοσφεράτου του Murnau ως τον Δράκουλα του Coppola και το Interview with the Vampire του Neil Jordan. Άραγε έχουμε να κάνουμε με μια διαφοροποίηση ανάμεσα στις αμερικάνικες και τις ευρωπαϊκές ταινίες τρόμου (το ερώτημα τίθεται προς το Α.Τ., γνώστη του είδους); Όπου ενώ στις πρώτες το "κακό" παρουσιάζεται ως απειλή, στις δεύτερες παρουσιάζεται ως κάτι αναπόφευκτο, ως η άλλη πλευρά, ως το διαφορετικό, ως το απωθημένο; (Μήπως άλλωστε αυτό δεν επισημαίνει και ο τίτλος, που δεν λέει "Άσε το κακό να μπει" άλλα "Άσε το σωστό, το δίκαιο να μπει";) Δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην ταινία του Tomas Alfredson το "κακό" συνδέεται με το διαφορετικό, είτε αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία προσαρμογής του Όσκαρ στο σχολείο, είτε με την σεξουαλική διαφορετικότητα. Ενώ όμως στις περισσότερες "ρομαντικές" ταινίες τρόμου το ερωτικό στοιχείο εκφράζεται συνήθως μέσα από παράξενες ετερόφυλες ενώσεις, εδώ τείνει προς το ερμαφρόδιτο και το ασεξουαλικό. Η ένωση των δύο παιδιών έχει να κάνει περισσότερο με το ζεστό και το κρύο, με το λευκό και το κόκκινο, με τη δύναμη και την αδυναμία, παρά με το αρσενικό και το θηλυκό. Μήπως αντί για goth να πρέπει να μιλήσουμε για μια emo ταινία;
Για να επανέλθω όμως στις αρχικές σκέψεις, νομίζω ότι ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας, που την διαφοροποιεί από πολλά άλλα δείγματα του είδους, είναι ότι συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση του περιβάλλοντος και των γεγονότων με τα παραδοσιακά στοιχεία των ταινιών τρόμου. Ενώ λοιπόν ο περίγυρος του αγοριού παρουσιάζεται σχετικά ρεαλιστικά, δηλαδή η οικογένεια, το σχολείο, η γειτονιά, αντίθετα η σχέση του με την Έλι ανήκει πλήρως στην επικράτεια της φαντασίας. Τόσο που μπορεί κανείς να δει κανείς όλη την ιστορία σαν μια σύγκρουση πραγματικού και φαντασιακού και την ύπαρξη της Έλι σαν μια φαντασίωση. Ο Όσκαρ ψάχνει μια απόδραση από την ψυχρότητα και την αδιαφορία των γονιών του, από τον εκφοβισμό και τη βία που υφίσταται στο σχολείο, από τη μοναξιά του. Και αυτή την απόδραση την ενσαρκώνει η Έλι, που του προσφέρει ζεστασιά, επικοινωνία, κατανόηση. Και βέβαια την εκδίκηση που ζητούσε, τη βία που δεν είχε τη δύναμη να ασκήσει. Το "κακό" υπήρχε πάντα ως φαντασίωση στο μυαλό του Όσκαρ, όταν μάζευε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες ή έπαιζε με το μαχαίρι του. Όμως με την Έλι η φαντασίωση θα πάρει σάρκα και οστά. Άλλωστε και σε μια ιστορία αντίστοιχης εφηβικής φαντασίωσης, το Elephant, η ερωτική πράξη δεν είναι αυτή που προηγείται της εκπλήρωσής της;



Και για όσους ενδιαφέρονται για ένα άλλο δείγμα γραφής του σκηνοθέτη, μπορούν να δουν και ένα ταινιάκι του στο πλαίσιο της αντιαλκοολικής εκστρατείας (την οποία το blog υποστηρίζει ένθερμα).
M.M.

4/4/09

Ο Αιώνας της Τζαζ: Έκθεση στο Μουσείο Quai Branly


Ξεκίνησε εδώ και λίγες μέρες στο Μουσείο Quai Branly του Παρισίου (μια καλή ευκαιρία να επισκεφτεί κανείς το αμφιλεγόμενο αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Jean Nouvel) μια έκθεση αφιερωμένη στον Αιώνα της Τζαζ, όπου διερευνάται η σχέση του σημαντικότερου μουσικού κινήματος του 20ου αιώνα με τις εικαστικές τέχνες. Ο επιμελητής της έκθεσης Daniel Soutif, κριτικός τέχνης και φιλόσοφος, μέσα από μια ιστορική (στοιχειωδώς) αναδρομή στις εποχές της τζαζ, από τις αρχές του 20ου μέχρι σήμερα, παρουσιάζει τη σχέση της με τις υπόλοιπες τέχνες, εκθέτοντας πάνω από 2000 αντικείμενα, ζωγραφικούς πίνακες, εικονογραφήσεις βιβλίων, αφίσες, εξώφυλλα περιοδικών αλλά και δίσκων βινυλίου, κόμικ, αποσπάσματα ταινιών. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν από τη τζαζ παρελαύνουν διάσημοι ζωγράφοι (από τον Picasso στον Matisse και από τον Dubuffet στον Basquiat) και φωτογράφοι (Roy De Carava, Giuseppe Pino), αλλά δεν είναι λίγοι και αυτοί που ενεπλάκησαν πιο άμεσα στην ιστορία της τζαζ, εικονογραφώντας εξώφυλλα δίσκων που έγραψαν ιστορία (Andy Warhol, Alechinsky, Bernard Buffet, Pollock). Βεβαίως δεν λείπουν και οι καλλιτέχνες που διακρίθηκαν κυρίως για τις εικονογραφήσεις τους σε εξώφυλλα δίσκων, όπως ο David Stone Martin. Από το χώρο του κινηματογράφου, η ιστορία της τζαζ ξεκινάει από τον Méliès, περνάει από το μιούζικαλ, το φιλμ νουάρ, τα κινούμενα σχέδια, τον πειραματικό κινηματογράφο, για να φτάσει σε μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Antonioni, o Pasolini, o Malle.
Η ιδιαίτερη επιτυχία της έκθεσης, πράγμα που οφείλεται τόσο στον επιμελητή της όσο και στον χαρακτήρα του ίδιου του μουσείου, μουσείου του ανθρώπου και των πολιτισμών, είναι ότι δεν παρουσιάζει την τζαζ σαν ένα μονόπλευρο και ομοιογενές πολιτισμικό και αισθητικό φαινόμενο, αλλά σαν μια τέχνη των προσμίξεων και του διαλόγου των πολιτισμών, που αντλεί συνέχεια νέα στοιχεία μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας. Ίσως σε κάποιο άλλο μουσείο να μαθαίναμε περισσότερα για την "ιστορία" της τζαζ, αλλού περισσότερα για την "κοινωνιολογία" της, αλλού περισσότερα για την "αισθητική" της, εδώ πάντως σίγουρα εκτίθεται η τζαζ ως διαπολιτισμικό φαινόμενο. Να τονίσουμε ότι η έκθεση είναι μια συμπαραγωγή του Quai Branly, του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Ροβερέτο (MART) και του Κέντρου Σύγχρονου Πολιτισμού της Βαρκελώνης (CCCB).
Παραθέτω ορισμένα δείγματα από την έκθεση, που θα κρατήσει μέχρι τις 28 Ιουνίου:


Δύο εξώφυλλα του David Stone Martin



O Son House φωτογραφημένος από τον Giuseppe Pino


Ένα εξώφυλλο του Pierre Alechinsky για το δίσκο Dejarme Solo! του Michel Portal


Δύο εξώφυλλα του Bernard Buffet για την Ella Fitzerald



Δύο φωτογραφίες του Roy DeCarava




Ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα του πειραματικού κινηματογράφου (γιατί δεν έχουμε κάποιο καλύτερο τρόπο για να τον ονομάσουμε), το Begone Dull Care του Norman McLaren, ταινία του 1949, σε μουσική του Oscar Peterson Trio. Χορογραφία χρωμάτων, σχημάτων, γραμμών.


Μ.Μ.