28/9/09

Νύχτες Πρεμιέρας 2009 (2)

The time that Remains (Elia Suleiman, 2009)


Κι εκεί που είχα αρχίσει να απογοητεύομαι, ήρθε η ταινία του Elia Suleiman, Ο χρόνος που απομένει. Γνωστός μας από το παλαιότερο Divine Intervention, με το οποίο μας είχε πρωτοεκπλήξει, έρχεται τώρα με ένα ακόμα πιο φιλόδοξο έργο, παρουσιάζοντας μέσα από την ιδιότυπη ματιά του τη σύγχρονη ιστορία της Παλαιστίνης, από τον πόλεμο του 1948 μέχρι σήμερα. Το στιλ του δεν έχει αλλάξει, αν και δεν καταφεύγει πια στις τόσο ακραία σουρεαλιστικές σκηνές του Divine Intervention. Διατηρεί όμως το ιδιαίτερο χιούμορ του, που παραπέμπει ασφαλώς στις βωβές κωμωδίες του Keaton ή στις σχεδόν βωβές ταινίες του Tati. Και πέρα από τη φιγούρα του ίδιου του σκηνοθέτη, που βοηθάει σε αυτό το αποτέλεσμα, υπάρχει και ο νεαρός πρωταγωνιστής του, o Saleh Bakri, από τους ωραιότερους (απ’ όλες τις έννοιες) ηθοποιούς που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και τον οποίο είχαμε δει σε μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις της περσινής χρονιάς από τη Μέση Ανατολή, την Επίσκεψη της Μπάντας. Πέρα από το βωβό αφαιρετικό χιούμορ, η συγκεκριμένη ταινία του Suleiman χαρακτηρίζεται επίσης από μια ιδιαίτερη σεναριακή δομή, που βασίζεται ιδιαίτερα στην επανάληψη. Σε κάθε σημαίνουσα ιστορική στιγμή για την Παλαιστίνη παρακολουθούμε περίπου τις ίδιες οικογενειακές σκηνές, ελαφρώς τροποποιημένες. Και αυτή η τροποποίηση δηλώνει την ιστορική αλλαγή που έχει προκύψει. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας, τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος παραμένει σε όλη την ταινία σιωπηλός και αδρανής παρατηρητής των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα γύρω του. Δεν μας αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια αυτογραφική ταινία, για τον τρόπο που ο ίδιος έζησε τα γεγονότα, αφού άλλωστε ο πρωταγωνιστής του φέρει το όνομά του. Ωστόσο, προς το τέλος της ταινίας πέφτει και ο ρυθμός, νομίζω κάπου χάνει το ενδιαφέρον που είχε κατορθώσει να δημιουργήσει. Πάντως δεν παύει να αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δημιουργού από τη Μέση Ανατολή, και ίσως δεν θα ήταν άτοπο να ονομάσουμε τον ιδιότυπο κινηματογράφο του ως «κινηματογράφο του παραλόγου».



Sin Nombre (Cary Fukunaga, 2009)


Από τη Μέση Ανατολή, πέρασα στην Κεντρική Αμερική για να δω το βραβευμένο στο Sundance Sin nombre (βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας). Η ιστορία αυτή συνδυάζει φτώχια, συμμορίες, μετανάστευση, και όλα αυτά on the road, διασχίζοντας την ήπειρο προς το βορρά. Δύο φίλοι που μπλέκουν σε μια συμμορία που σπέρνει τον τρόμο, μια οικογένεια που ξεκινάει από την Ονδούρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στις ΗΠΑ. Οι δρόμοι τους μπλέκονται πάνω στην οροφή ενός τραίνου που διασχίζει το Μεξικό, όπου οι κακοποιοί έρχονται να ληστέψουν τους μετανάστες. Ο ένας από τους δύο φίλους θα σκοτώσει τον αρχηγό της συμμορίας, σώζοντας μια κοπέλα από βιασμό, και εκείνη θα τον ερωτευθεί. Αδιέξοδες ζωές, αδιέξοδοι έρωτες, άνθρωποι χωρίς όνομα, χωρίς μέλλον, που μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση μόνο αν προσχωρήσουν σε μια συμμορία ή αν περάσουν λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτοί που ξεφεύγουν από το αδιέξοδο είναι οι εξαιρέσεις, οι τυχεροί. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν την περιπέτεια τους, προσπαθώντας ξανά και ξανά, κάνοντας σπίτι τους τις γραμμές του τρένου ή χάνοντας εκεί τη ζωή τους κυνηγημένοι από την αστυνομία. Και όσοι μένουν πίσω, επιλέγοντας την παρανομία, αναγκάζονται να απαρνηθούν τις φιλίες, τους έρωτες, για να γίνουν δεκτοί από την οργάνωση, να αποκτήσουν όνομα. Αξιόλογη ταινία, μείγμα μυθοπλασίας και ντοκυμαντέρ, αφού αναμειγνύει την κεντρική περιπέτεια με πραγματικές ιστορίες Οδύσσειας που λαμβάνουν χώρα στον δρόμο από τον τρίτο για τον πρώτο κόσμο.



Accident (Pou-Soi Cheang, 2009)


Η καλύτερη ίσως ταινία που είδα αυτές τις μέρες ήταν μια ταινία από το Χονγκ Κονγκ, το Ατύχημα του Pou-Soi Cheang, σε παραγωγή του Johnny To, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας. Ένα στιλιζαρισμένο υπαρξιακό θρίλερ που παραπέμπει σε αμερικάνικες ταινίες των seventies, τύπου Alan Pakula. Η όλη δομή, η ατμόσφαιρα και η σκηνοθετική πρόταση της ταινίας ανταποκρίνεται πλήρως στο θέμα της ταινίας που έχει να κάνει με την έννοια του τυχαίου. Πρωταγωνιστής είναι ένας άνδρας που διευθύνει μια τετραμελή οργάνωση δολοφόνων, οι οποίοι όμως στήνουν τις δολοφονίες τους με τρόπο ώστε να μοιάζουν με ατυχήματα. Κάθε φορά λοιπόν υπάρχει το αντίστοιχο στήσιμο της κάμερας που παρακολουθεί τις κινήσεις των τεσσάρων δραστών και τις περίπλοκες παγίδες που στήνουν. Η εμπλοκή θα προκύψει όταν, κατά τη διάρκεια ενός στησίματος, θα προκύψει ένα απρόβλεπτο ατύχημα, που θα στοιχίσει τη ζωή του ενός και όπου ο ήρωας θα γλιτώσει παρατρίχα. Μετά από αυτό το συμβάν, ο ήρωας θα αρχίσει σιγά σιγά να παρανοεί αδυνατώντας να πιστέψει ότι επρόκειτο απλά για ένα τυχαίο συμβάν. Σε αυτό συμβάλλει και το παρελθόν του, αφού γνωρίζουμε ότι η γυναίκα του είχε σκοτωθεί επίσης σε τροχαίο ατύχημα. Ο ήρωας βρίσκεται λοιπόν παγιδευμένος στην παγίδα που έστησε ο ίδιος, σε ένα κόσμο που όλα μοιάζουν με ατυχήματα, αλλά και όλα μοιάζουν με σκηνοθεσίες, σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για συνομωσία της τύχης ή για μια άλλη σκοτεινή συνομωσία. Η υποψία που αφήνεται να αιωρείται ότι ένα μεγάλος ασφαλιστικός κολοσσός κινεί τα νήματα των ατυχημάτων εντείνει την πιθανότητα της συνομωσίας. Και από αυτή την άποψη άλλωστε μας έρχονται στο μυαλό οι ταινίες του ’70, με την ατμόσφαιρα της διεθνούς συνομωσίας.



All Tomorrow's Parties (2009)


Παρακολούθησα επίσης δύο μουσικές ταινίες, μία για το φημισμένο φεστιβάλ All Tomorrow’s Parties και άλλη μία αφιερωμένη στη σκηνή του νορβηγικού black metal. Η πρώτη, συλλογική δουλειά, ήταν πραγματικά πλήρης, αποτελούμενη από υλικό που έχει τραβηχτεί στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που διοργανώνεται το φεστιβάλ, από επαγγελματίες όσο και από ερασιτέχνες. Πολλή μουσική, πολλή και ετερόκλιτη καλή μουσική, πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι μας εξηγούν το πνεύμα του φεστιβάλ, το στίγμα που θέλει να δώσει. Ότι δηλαδή οι καλλιτέχνες μπορούν να οργανώσουν ένα άρτιο φεστιβάλ χωρίς τη βοήθεια δισκογραφικών εταιρειών και χορηγών, έξω από τα πλαίσια του star system και της βιομηχανίας, με ατελείωτη μουσική. Η σύνθεση του υλικού είναι μάλλον εμπνευσμένη για μουσικό ντοκυμαντέρ, αφού καταφέρνει να μας μεταφέρει το κλίμα του φεστιβάλ, αφού εκτός από τις συναυλίες και τις συνεντεύξεις μας μεταφέρει στα πάρτυ, στα καλλιτεχνικά events, στους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς χώρους του φεστιβάλ.



Until the light takes us (Aaron Aites & Audrey Ewell, 2009)


Το Until the light takes us του Aaron Aites και της Audrey Ewell απευθύνεται μάλλον σε ένα πιο εξειδικευμένο κοινό. Φαίνεται εξάλλου και από τις εμφανίσεις του κόσμου, πριν μπούμε στην αίθουσα. Πολλοί άντρες, πολύ τρίχα, πολύ μαυρίλα, και γενικά κόσμος που δεν βλέπεις σε άλλες προβολές. Επίσης, ξέρουν τα πάντα για το θέμα της ταινίας, αναγνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα και χειροκροτούν. Σε σχέση με το προηγούμενο ντοκυμαντέρ, αυτό μοιάζει μάλλον φτωχό από άποψη μέσων, αλλά κάτι τέτοιο ταιριάζει άλλωστε και στο είδος της μουσικής. Μαθαίνουμε λίγο πολύ (εμείς που δεν γνωρίζουμε) την ιστορία της σκηνής, με συνεντεύξεις από τους πρωτοπόρους του είδους, πχ. τους Darkthrone και τους (τεράστιους) Burzum. Αλλά περισσότερο από τη μουσική ιστορία της σκηνής, μαθαίνουμε τα παρεπόμενα, τις ακραίες παρεκκλίσεις της: τους εμπρησμούς εκκλησιών και τις δολοφονίες, που συγκλόνισαν για μια περίοδο την κοινωνία της Νορβηγίας. Το κοινό παρακολουθεί ενεργά και επιδοκιμάζει μερικές από τις πράξεις. Όπως προσπαθούν να μας εξηγήσουν άλλωστε οι δράστες, πίσω από τις πράξεις αυτές δεν υπήρχαν σκοτεινά ή σατανιστικά κίνητρα, αλλά ένα κίνημα, μεταξύ άλλων αντιχριστιανικό, που μεγεθύνθηκε και αλλοιώθηκε από τα ίδια τα ΜΜΕ. Σίγουρα για κάποιον που θέλει να εξηγήσει το φαινόμενο του black metal είναι ένα ντοκυμαντέρ που αξίζει να δει. Και οι δύο πάντως παραπάνω μουσικές ταινίες, πέρα από τη μουσική και το ενδιαφέρον γύρω από αυτή, προσφέρουν και μια διερεύνηση της κοινωνίας που γέννησε τα μουσικά αυτά κινήματα, της αγγλικής και της νορβηγικής κουλτούρας.


Μ.Μ.

23/9/09

Νύχτες Πρεμιέρας 2009

An Education (Lone Scherfig, 2009)


Οι Νύχτες Πρεμιέρας ξεκίνησαν φέτος μάλλον χλιαρά με τη συμπαθητική διασκεδαστική ταινία της Lone Scherfig An Education. Εξάλλου, όπως φάνηκε από τις καθιερωμένες ομιλίες της πρεμιέρας, στο φετινό φεστβάλ έχει δοθεί έμφαση στην ψυχαγωγία. Εύχομαι να εννοούν την ψυχαγωγία με την πρωταρχική της έννοια, αλλά πολύ αμφιβάλλω. Εκ πρώτης όψεως, η πληθώρα των ελαφρών κωμωδιών και των σπλάτερ μάλλον δεν δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ούτε βέβαια και οι δηλώσεις, όπου οι διοργανωτές καταθέτουν την πρόθεσή τους να μας βοηθήσουν να ξεχάσουμε την κρίση. Στον αντίποδα βέβαια προβάλλεται η πρόθεσή τους να στηρίξουν το ελληνικό σινεμά, αλλά αυτό αποτελεί ως έναν βαθμό και δώρο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η επιλογή για το άνοιγμα του φεστιβάλ επιβεβαιώνει μάλλον αυτές τις υπόνοιες: η προτίμηση στρέφεται προς τις feel good ταινίες (όρος που έχει κατακλύσει άλλωστε και τις παρουσιάσεις του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ). Θα μου πείτε, είναι αυτό αρνητικό; Σίγουρα πάντως είναι εύστοχο, αφού ο κόσμος προτιμά αυτές τις ταινίες. Ωστόσο, δεν ξέρω αν σκοπός του φεστιβάλ θα έπρεπε να είναι η εμπορικότητα των ταινιών ή το να διατηρεί έναν χαρακτήρα. Τελοσπάντων, όλα αυτά είναι σκέψεις που ίσως διαψευστούν στη συνέχεια.
Η Δανέζα σκηνοθέτιδα, που έγινε γνωστή στο ευρύτερο κοινό με το Ιταλικά για Αρχάριους, μας έρχεται τώρα με μια αγγλική παραγωγή, μια επιτυχία στο Sundance, που ενδεχομένως να κάνει και μια καλή πορεία στις αίθουσες. Πίσω στα sixties, μια νεαρή λονδρέζα ενηλικιώνεται και, μέσα από τη γνωριμία της με έναν μεγαλύτερό της άνδρα, έρχεται αντιμέτωπη με τα διλήμματα της ζωής. Όπου δίλημμα για μια νεαρή της εποχής σημαίνει: να παντρευτεί τον πλούσιο άνδρα και να αποκτήσει τη ζωή που ονειρεύεται ή να συνεχίσει τις λαμπρές σπουδές της και να πετύχει μια σπουδαία καριέρα (ως δασκάλα, βέβαια) με τις δικές της δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι όσο απλοϊκό και ελαφρό ακούγεται, μόνο που δεν παύει να είναι καλοφτιαγμένο. Φρεσκάδα υπάρχει, και στη σκηνοθεσία και στους ηθοποιούς, τόσο στην πρωταγωνίστρια όσο και στους άλλους ρόλους. Αλλά υπάρχουν και πολλά εύπεπτα κλισέ, που οφείλονται μάλλον στη μπεστ σέλερ λογική του σεναρίου του Nick Hornby.



High Life (Gary Yates, 2009)


Η κατηφόρα στο σινεμά της διασκέδασης συνεχίστηκε με την (κατά λάθος) επιλογή της ταινίας High life του Gary Yates. Στο πρώτο πεντάλεπτο, συνειδητοποιώντας πόσο ηλίθια ταινία επρόκειτο να δω σκέφτηκα σοβαρά να φύγω. Και το σκεφτόμουν για αρκετή ώρα. Μέχρι που αποφάσισα που η ηλιθιότητά της είναι τέτοια που αξίζει να κάτσω μέχρι το τέλος. Τέσσερα πρεζάκια που αποφασίζουν να ληστέψουν μια τράπεζα. Υποσχέσεις για ηλίθιο χιούμορ, αλλά σίγουρα τίποτα καινούριο. Ούτε για το είδος των ταινιών με ληστείες, ούτε για το είδος των ταινιών με πρέζα. Το γεγονός ότι διαδραματίζεται στα eighties ελάχιστη σημασία έχει, πέρα από τη μουσική δηλαδή. Πλησιάζοντας προς την κορύφωση, αρχίζει να βγάζει κάποιο γέλιο, πάντα στα πλαίσια της ηλιθιότητας βέβαια, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο. Παρ' όλα αυτά οι ηθοποιοί δεν είναι κακοί, ούτε η ταινία είναι κακογυρισμένη, ίσως θα προτιμούσα κάπως πιο σφιχτό, δεμένο ρυθμό, και φυσικά κάτι καινούριο να μας πει.


Θα συνεχίσουμε οσονούπω παρουσιάζοντας άλλες ταινίες του φεστιβάλ.
Μ.Μ.