30/1/08

La graine et le mulet (Abdellatif Kechiche, 2007)



Σε μια εποχή που ο γαλλικός κινηματογράφος τείνει όλο και περισσότερο να αντιγράφει το Hollywood, ευτυχώς κάθε χρόνο υπάρχουν κάποιες εκπλήξεις που αναιρούν τον κανόνα. Ο Abdellatif Kechiche, καταγόμενος από την Τυνησία, μας είχε δείξει ήδη σημαντικά δείγματα γραφής, τόσο με το La faute a Voltaire, που είχε ξεχωρίσει το 2000 στη Βενετία, όσο και το L’esquive, που πρωταγωνίστησε στα Σεζάρ του 2003, αντιμέτωπο με πολυέξοδες παραγωγές. Καθώς ο ίδιος ήρθε στη Γαλλία ως μετανάστης, αναπόφευκτα η μετανάστευση παίζει κεντρικό ρόλο στο έργο του. Στην πρώτη του ταινία, πρωταγωνιστής είναι ένας λαθρομετανάστης από την Τυνησία στην προσπάθειά του να ενσωματωθεί στη γαλλική κοινωνία. Στη δεύτερη του ταινία, εστιάζει σε ένα σχολείο κάποιου υποβαθμισμένου γαλλικού προαστίου, όπου πρωταγωνιστούν οι γόνοι μεταναστών. Όμως το La graine et le mulet (Κουσκούς με φρέσκο ψάρι) είναι σαφώς η πιο ολοκληρωμένη ταινία του, αποτελώντας ένα ολότελα προσωπικό έργο του δημιουργού του και ταυτόχρονα ένα πιστό πορτρέτο της γαλλικής κοινωνίας.

Η ανεργία, η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, η ανισότητα, η άδικη μεταχείριση από τη γραφειοκρατική μηχανή, τα στερεότυπα, είναι μερικά από τα προβλήματα που ταλανίζουν τον πρωταγωνιστή της ταινίας, έναν μετανάστη πατέρα, που κατάφερε δουλεύοντας σκληρά ως λιμενεργάτης να συντηρήσει μια πολυμελή οικογένεια στη γαλλική
Sete. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, έχει κρατήσει ζωντανό και το όνειρό του, να φτιάξει ένα εστιατόριο σε ένα παλιό καράβι, με σπεσιαλιτέ το Κουσκούς με ψάρι. Όταν λοιπόν μένει άνεργος, αποφασίζει να το πραγματοποιήσει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να προσπεράσει όλα τα εμπόδια που του θέτει η γαλλική γραφειοκρατία. Η παραδοσιακή σπεσιαλιτέ φαντάζει ως ο μόνος τρόπος για να ενώσει και πάλι τη διαλυμένη οικογένειά του, αλλά και για να αφήσει ως παρακαταθήκη στα παιδιά του ένα κομμάτι του εαυτού του. Το όνειρο του θα γίνει πραγματικότητα, αλλά ο ίδιος δεν θα είναι εκεί να δει το αποτέλεσμα των κόπων του και της αφοσίωσής του.

Η κάμερα του Kechiche μας προσφέρει μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία, μας ρίχνει σχεδόν βίαια μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα των χαρακτήρων του. Ο θεατής μοιάζει να βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, να κρυφακούει, να κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες και να γεύεται τις λιχουδιές τους. Μερικές σκηνές μοιάζουν τόσο αληθινές, που γίνονται επιθετικές, απωθητικές, σαν ο σκηνοθέτης να θέλει να βομβαρδίσει τον καθωσπρεπισμό του Γάλλου αστού, να τον μυήσει στις τελετουργίες μιας άγνωστης και απρόσιτης σε αυτόν κουλτούρας και να προκαλέσει τον ρατσισμό του. Παρότι κρατάει δυόμιση ώρες, η ταινία δεν σε αφήνει ούτε στιγμή σε ηρεμία. Ακόμα και όταν φαίνεται να επιμένει παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει, αυτό γίνεται για κάποιο λόγο. Οι ηθοποιοί, ως επί το πλείστον ερασιτέχνες (ακόμα και ο πρωταγωνιστής), κατορθώνουν να δημιουργήσουν χαρακτήρες που μας υποχρεώνουν να ταυτιστούμε και να τους αγαπήσουμε. Και όλη αυτή η καλοδουλεμένη σύνθεση οδηγεί σε ένα υπέροχο φινάλε, σπαρακτικό και συνάμα κωμικό, όπου ο παραλογισμός και η υποκρισία της σύγχρονης Γαλλίας συναντά την ελπίδα, την αλληλεγγύη και τη συμφιλίωση. Αναμφίβολα μία από τις ταινίες της χρονιάς – αρκεί να έρθει και στην Ελλάδα.

M.M.

Into The Wild (Sean Penn, 2007)


Το 1999 δήλωσε για πρώτη φορά ότι θα εγκαταλείψει οριστικά την ηθοποιία. Έκτοτε, επανέλαβε αρκετές φορές αυτήν την « απειλή », χωρίς ωστόσο να την πραγματοποιήσει ποτέ. Από τους καλύτερους και διασημότερους σύγχρονους αμερικανούς ηθοποιούς, ο Sean Penn καταδεικνύει με την τέταρτη και πιο προσωπική, μέχρι τώρα, ταινία του, ότι ακόμα και αν αποφασίσει κάποια στιγμή να σταματήσει να εμφανίζεται μπροστά από την κάμερα, έχει αρκετά να προσφέρει και ως σκηνοθέτης.

Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Jon Krakauer το ελεγειακό road movie του Penn ακολουθεί την πραγματική ιστορία του Christopher McCandless, ο οποίος στα 22 του γύρισε την πλάτη του στο σύγχρονο αμερικάνικο όνειρο και την αστική ζωή, αποφασίζοντας να πραγματοποιήσει μια μοναχική περιπλάνηση στην αμερικάνικη φύση. Επηρεασμένος από τα έργα και την σκέψη του Henry D. Thoreau και του Jack London, o πρωταγωνιστής (πολύ καλός ο Emile Hirsch) διασχίζει τα αχανή αμερικάνικα τοπία για να καταλήξει στα άγρια δάση της Αλάσκα, μακριά τόσο από τη φυσική οικογένειά του, την οποία αφήνει πίσω λίγο μετά την αποφοίτησή του (η κλασσική σκηνή των αμερικάνικων ταινιών με τα καπέλα που ίπτανται κατά τη λήξη της τελετής), όσο και από την οικογένεια που του δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσει κατά τη διάρκεια της « οδύσσειάς » του - η Catherine Keener βλέπει στο πρόσωπό του τον γιό που έχει χάσει, ενώ ο ηλικιωμένος στρατιωτικός ζητά να τον υιοθετήσει. Επί οκτώ μήνες ο σκηνοθέτης και το συνεργείο ακολούθησαν τη μοναχική διαδρομή του McCandless, περνώντας από τα χωράφια σιταριού της Ντακότα και τους καταράκτες του Κολοράντο, στην έρημο της Καλιφόρνια και τα χιονισμένα τοπία της Β. Αμερικής, συνθέτοντας ένα γοητευτικό κινηματογραφικό ψηφιδωτό εικόνων και προσώπων. Μπορεί η απόφασή του να απομονωθεί, εγκαταλείποντας ένα σίγουρο μέλλον και ένα καινούργιο αυτοκίνητο (αγαπημένο σύμβολο του αμερικάνικου ονείρου), για να ζήσει ως ερημίτης στην αφιλόξενη φύση της Αλάσκα, να φαίνεται ίσως μάταιη και παράλογη στις μέρες μας, ωστόσο η μοναδική στιγμή που ο ήρωας παρουσιάζεται πραγματικά χαμένος και μόνος, είναι όταν επιστρέφει για λίγο σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη.

Στην παράδοση των αμερικάνικων road-movies η φωτογραφία της ταινίας από τον γάλλο Eric Gautier είναι εξαιρετική, ενώ η μουσική των Michael Brook και Eddie Vedder (η φωνή των Pearl Jam) μοιάζει σαν να βγαίνει κατευθείαν από τις εικόνες. Θυμίζοντας αρκετά το Paris, Texas του Wim Wenders, αλλά και το Jeremiah Johnson του Sydney Pollack, η ταινία του Penn είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της χρονιάς.

A.T.

29/1/08

Bob & Carol & Ted & Alice (Paul Mazursky, 1969)



Αν και σχετικά άγνωστη σήμερα, ίσως επειδή δεν εκτιμήθηκε αρκετά από την κριτική της εποχής, αλλά ούτε αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη δεκαετία του 60 όπως άλλες ταινίες (πχ Ο πρωτάρης), η ταινία του Paul Mazursky όχι μόνο είναι αξιομνημόνευτη αλλά φαντάζει εξίσου ενδιαφέρουσα με τις υπόλοιπες μείζονες ταινίες της γενιάς της. Ίσως για τους σύγχρονούς της να μην αποτέλεσε μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής και των αναζητήσεών της με την οποία να μπορούν να ταυτιστούν, ωστόσο σίγουρα είναι μια έξυπνη και προσεγμένη ταινία, με διαλόγους που φέρνουν στο μυαλό τις μετέπειτα ταινίες του Woody Allen, με αναφορές στο πνεύμα της δεκαετίας εξίσου διεισδυτικές με το βλέμμα του Mike Nichols ή του Arthur Penn (βλ. Alice’s Restaurant), και ερμηνείες που δεν απέχουν πολύ από τα συγκαιρινά επιτεύγματα του Κασσαβέτη (ο Elliott Gould στις καλύτερές του στιγμές, η Natalie Wood στα ομορφότερά της).

Δύο ζευγάρια, προερχόμενα από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, βιώνουν την επίδραση της σεξουαλικής επανάστασης, μέσω της συμμετοχής του ενός ζεύγους σε μία πειραματική ομαδική θεραπεία, που τους απελευθερώνει από τα συμπλέγματά τους και τους ανοίγει τους πνευματικούς και σεξουαλικούς ορίζοντες. Στη συνέχεια, οι νέες αυτές ελευθεριάζουσες αξίες που υιοθέτησαν τους αποξενώνουν αρχικά από τους κοντινούς φίλους τους, αλλά τελικά θα επηρεάσουν και εκείνους, οδηγώντας σε μια απόπειρα ανταλλαγής συντρόφων. Η βασική λοιπόν προβληματική έγκειται στο κατά πόσο πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε τις αξίες μας στους άλλους, τι συνέπειες μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Ο σκηνοθέτης δεν κρίνει τις ίδιες τις αξίες, αλλά τοποθετείται μάλλον υπέρ του πειραματισμού. Τα νέα ήθη που ξεπρόβαλλαν μέσω τις γενιάς του Woodstock αξίζουν να δοκιμαστούν και τελικά να μείνει από αυτά ό,τι συντελεί στην χειραφέτηση των ανθρώπων, ανεξαρτήτως ηλικίας. Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι στο τέλος της ταινίας ακούγεται το «What the world needs now is love». Η ανιδιοτελής αγάπη και ο ελεύθερος έρωτας, ήταν τελικά από τις πιο βασικές διεκδικήσεις που προέβαλε η γενιά της δεκαετίας του 60, του «Make love, not war». Μπορεί να μην κατάφεραν με την αγάπη να σταματήσουν τον πόλεμο και να ενώσουν τις φυλές και τους λαούς, άλλαξαν ωστόσο τις ανθρώπινες σχέσεις, καταρρίπτοντας πολλά ταμπού.

Ύστερα από πέντε δεκαετίες, όλα όσα πραγματεύεται η ταινία έχουν πια χιλιοειπωθεί, ανήκουν στο πεδίο των πιο τετριμμένων συζητήσεων, των τηλεοπτικών σειρών και των reality shows, παρόλα αυτά ο τρόπος που παρουσιάζονται από τον Mazursky διαθέτει μια αυθεντικότητα που τους επιτρέπει να στέκονται ακόμα και σήμερα. Μια κωμωδία ηθών, στο φόντο της οποίας παρελαύνουν τα ναρκωτικά, η ψυχανάλυση (όχι με εκλαϊκευμένο τρόπο, ούτε με ελιτίστικο), οι πνευματικές αναζητήσεις της γενιάς. Μαζί με το Taking Off, πρώτη αμερικάνικη ταινία του Milos Forman, το Bob & Carol & Ted & Alice αντικατοπτρίζει το κλίμα των sixties πιστότερα από τις πολυδιαφημισμένες επιτυχίες της εποχής.

M.M.