10/11/09

Οκτώβρης στον σινεμά

Antichrist (Lars Von Trier, 2009)


Πρώτα απ’ όλα, η εμπειρία του Αντίχριστου στις ελληνικές αίθουσες. Μέσα από ένα αρχετυπικό ατύχημα, μοναδικά σκηνοθετημένο, όπου ερωτική πράξη και οργασμός προκαλούν το θάνατο, ο Λαρς Φον Τρίερ εκθέτει μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια μας τα στάδια της σχέσης του ανδρόγυνου που μετατρέπεται σε κόλαση. Από τη μία, δεν μπορεί να μείνει κανείς αδιάφορος μπροστά στην τέχνη του Δανού σκηνοθέτη, που για μία ακόμη φορά μας κρατάει αιχμάλωτους στο σύμπαν του. Σκηνές που γυρισμένες από οποιονδήποτε άλλον θα φαίνονταν γελοίες, στον Φον Τρίερ όχι μόνο στέκουν, αλλά μας καθηλώνουν, χωρίς να αφήνουν το βλέμμα και το συναίσθημα αν αναπαυτεί. Κάποιοι λένε «μας χειραγωγεί», εγώ είμαι της άποψης ότι το καλό σινεμά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Από την άλλη, δέσμιος των εμμονών του, δεν νομίζω ότι καταφέρνει να εκφράσει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει. Λίγο οι θρησκευτικές του αναφορές, λίγο ο φόβος για το γυναικείο φύλο και τον γυναικείο ερωτισμό, μας κάνουν να χάσουμε τον προσανατολισμό της ταινίας του. Ο ίδιος δηλώνει θαυμασμό για το γυναικείο φύλο και απορρίπτει μεμιάς τις επίμονες – και κουραστικές όντως – μομφές για σεξισμό. Αντίθετα, μιλάει διαρκώς για την ηλιθιότητα του ανδρικού φύλου. Πώς φαίνονται όμως αυτά μέσα από την ταινία του; Η μόνη λογική ερμηνεία για μένα είναι να θεωρήσουμε ότι παρακολουθούμε την πορεία της αφήγησης μέσα από την οπτική του ανδρός, ο οποίος βυθίζεται ολοένα περισσότερο στους ανυπόστατους φόβους του. Από τη στιγμή που μπαίνει μέσα του ο σπόρος της αμφιβολίας για τη σύζυγό του ζει έναν εφιάλτη που μεγεθύνεται και παραμορφώνει την πραγματικότητα. Άραγε είναι και το τέλος της ταινίας απλώς μια φαντασίωση; Πρόκειται απλώς για τη διαιώνιση της γυνοκτονίας ή θέλει να πει κάτι παραπάνω με το απρόσωπο πλήθος των βασανισμένων γυναικών, που μοιάζουν απελευθερωμένες από την πράξη του; Το σίγουρο είναι ότι η απάντηση δεν δίνεται ξεκάθαρα μέσα από την ταινία και αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Όμως, αναμφίβολα διατηρεί το μύθο της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του Δανού δημιουργού. Αυτό πάντως που θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε είναι ότι καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία να εκφράσει τους μύχιους και αρχέγονους φόβους των ηρώων του και να μας κάνει να τους βιώσουμε επίσης, σωματικά και ψυχικά.


Disrict 9 (Neill Blomkamp, 2009)


Το District 9 είναι μια ασυνήθιστη ταινία επιστημονικής φαντασίας, τόσο για τις πολιτικές προεκτάσεις της, αφού παραλληλίζει την εισβολή των εξωγήινων και τη μεταχείριση τους με την κατάσταση των οικονομικών μεταναστών (δεν είναι άλλωστε τυχαία η τοποθέτηση της πλοκής στη Νότιο Αφρική), όσο και για τη φόρμα της, αφού υιοθετεί τη μορφή ενός ντοκυμαντέρ, με συνεντεύξεις, ρεπορτάζ κλπ, προσπαθώντας να μας δώσει την αίσθηση ότι η κάμερα είναι εκεί για να καταγράψει πραγματικά γεγονότα. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η επιλογή άγνωστων ηθοποιών, ιδιαίτερα του γκροτέσκου πρωταγωνιστή. Από αυτή την άποψη η ταινία του Neill Blomkamp κερδίζει το ενδιαφέρον μας, χάρη άλλωστε και στο πολύ γρήγορο μοντάζ της. Ωστόσο, μετά από κάποια στιγμή και πλησιάζοντας προς την κορύφωση, τα ευρήματα τελειώνουν και περνάμε σε μια κλασική ταινία δράσης, με πολλά εφέ και τίποτα πρωτότυπο.


Mary and Max (Adam Elliot, 2008)



Πολύ όμορφο και δουλεμένο αισθητικά, ευαίσθητη και συγκινητική ιστορία, το Mary and Max (το οποίο παρουσιάστηκε και στις Νύχτες Πρεμιέρας) είναι από εκείνες τις λίγες ταινίες animation που κάθε χρόνο δίκαια προσελκύουν μικρούς και μεγάλους στις αίθουσες, και δύσκολα μπορείς να πεις κακό λόγο γι’ αυτές. Πριν λίγα χρόνια ήταν το Triplette de Belleville, πιο πρόσφατα το Persepolis (αν και σαφώς αυτή είναι διαφορετική περίπτωση λόγω καταγωγής και περιεχομένου), φέτος νομίζω είναι το Mary and Max. Η δουλειά που έχουν κάνει με την πλαστελίνη είναι απίστευτη, με σπάνια λεπτομέρεια και τελειότητα. Αλλά και η ιστορία είναι ευφάνταστη, αφού αφηγείται τη φιλία δια αλληλογραφίας (pen pals, πόσο παλιό ακούγεται αυτό) μεταξύ ενός μοναχικού κοριτσιού από την Αυστραλία και ενός εξίσου μοναχικού Εβραίου από τη Νέα Υόρκη. Μέσα από τα γράμματά τους, παρουσιάζεται με πολύ έξυπνο τρόπο τόσο η διαφορά όσο και οι ομοιότητες μεταξύ δύο τόσο μακρινών και ασύμβατων κόσμων, που καταφέρνουν τελικά να βρουν κοινά σημεία και να χτίσουν μια παράξενη αλλά μοναδική φιλία.


My Winnipeg (Guy Maddin, 2007)


Απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη το My Winnipeg του Καναδού Guy Maddin. Αν και προσπαθούσα να το πετύχω στο γύρο που έκανε στα φεστιβάλ, τα κατάφερα τελικά στην έξοδό του στις γαλλικές αίθουσες και το αποτέλεσμα αποζημίωσε την αναμονή μου. Πόσο όμορφο και πρωτότυπο μπορεί να είναι ένα ντοκυμαντέρ για μια πόλη; Ιδίως όταν αυτή η πόλη είναι μια μικρή, κρύα, ήσυχη πόλη του Καναδά, πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει; Χάρη στον Καναδό σκηνοθέτη αναθεωρούμε τα δεδομένα μας για αυτό το κινηματογραφικό υπο-είδος. Ο Maddin ανταποκρίνεται ουσιαστικά σε μια παραγγελία, ένα φιλμ που να έχει σχέση αφενός με τη γενέτειρά του πόλη και αφετέρου με τα τραίνα. Επιστρέφει λοιπόν στην πόλη του και την περιδιαβαίνει μέσα από ένα τραίνο, ενώ η φωνή του μας ξεναγεί στο παρελθόν της πόλης, στο παρελθόν του σκηνοθέτη, στην παγωμένη πόλη των φαντασμάτων. Βάζει την ίδια τη μητέρα του να παίξει το ρόλο της δίπλα σε ηθοποιούς, ανατρέχει με νοσταλγία στις αναμνήσεις του από την πόλη, σε όλα αυτά που τον διαμόρφωσαν σαν προσωπικότητα και τώρα πια δεν υπάρχουν, κατεστραμμένα από κοντόφθαλμους διοικούντες και από τις μπουλντόζες της ανάπτυξης. Άλλοτε με αφέλεια αμερικανοθρεμμένου παιδιού και άλλοτε με οξυδέρκεια καλλιεργημένου καλλιτέχνη, συνθέτει εφιαλτικές χορογραφίες σπάνιας ομορφιάς, μπλέκοντας αριστοτεχνικά εικόνες αρχείου με δικά του πλάνα. Και όλα αυτά συνοδευόμενα από τη δική του φωνή off, που διαβάζει τη μνήμη της πόλης σαν να πρόκειται για μια εσωτερική παρτιτούρα, που συνδυάζει νοσταλγία, αγάπη αλλά και μίσος και απέχθεια.




Whatever Works (Woody Allen, 2009) & Micmacs à tire-larigot (Jean-Pierre Jeunet, 2009)


Καινούρια ταινία και για τον Jean-Pierre Jeunet, καινούρια ταινία και για τον Woody Allen, αλλά δεν είχα μεγάλες προσδοκίες για κανένα από τα δύο. Και μάλλον έπεσα μέσα, καθώς ο πρώτος στο Micmacs à tire-larigot προσπαθεί να ξαναβρεί το χαμένο σκοτεινό σύμπαν των πρώτων ταινιών του με τον Caro, αλλά καταλήγει σε μια μάλλον ελαφριά κωμωδία, με αναφορές ωστόσο τόσο στο σινεμά του Buster Keaton όσο και στο σινεμά του Carné. O δεύτερος, με το Whatever works παραμένει όπως πάντα ευχάριστος, αλλά αδυνατεί να βρει την φρεσκάδα και την εξυπνάδα των παλαιότερων κωμωδιών του. Εξακολουθώ όμως να ελπίζω έστω σε μια επανάληψη του θαύματος του Matchpoint και από σεβασμό για το παρελθόν του δημιουργού να μην χάνω ταινία του.


Das Weiße Band - Eine deutsche Kindergeschichte (Michael Haneke, 2009)


Σκόπιμα άφησα για το τέλος τη Λευκή Κορδέλα, αφού νομίζω ότι λίγο πολύ όλοι συμφωνούν πως πρόκειται για το αριστούργημα της χρονιάς. Χάρη στον Haneke ανακαλύπτουμε έναν κινηματογράφο που είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, τον κινηματογράφο του Bergman ή του Dreyer. Όπου όλα είναι εσκεμμένα κι υπολογισμένα, τα κάδρα, οι συνδέσεις, οι φωτισμοί, πίσω απ’ όλα κρύβεται μια σημασία που μας καλεί να την ανακαλύψουμε. Ο Haneke για πρώτη φορά δεν εστιάζει στις συνέπειες του ναζισμού στη σύγχρονη Ευρώπη, αλλά μας γυρνάει πίσω σε ένα γερμανικό προτεσταντικό χωριό λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο, προκειμένου να μελετήσει τις αιτίες του. Η ιστορία πλέκεται γύρω από τις κυρίαρχες φιγούρες μιας ανάλογης κοινωνίας, τον βαρόνο, τον πάστορα, τον γιατρό και τον δάσκαλο, δηλαδή τους πνευματικούς της ηγέτες. Το χωριό αναστατώνεται από μια σειρά ανεξιχνίαστων γεγονότων βίας – έναν τραυματισμό, έναν θάνατο, μια φωτιά, την κακοποίηση δύο παιδιών – που αποκαλύπτουν την έμφυτη συγκαλυμμένη βία που κρυβόταν πίσω απ’ όλες τις κοινωνικές σχέσεις, μεταξύ άνδρα και γυναίκας, μεταξύ ανώτερων και κατώτερων τάξεων, μεταξύ πατέρα και παιδιών και πάνω απ’ όλα στην εκπαίδευση. Τα παιδιά άλλωστε είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές που αύριο θα θεμελιώσουν τον ναζισμό χάρη στην αυστηρή εκπαίδευση με την οποία γαλουχήθηκαν. Η αυστηρή αυτή και καταπιεστική εκπαίδευση τα μετατρέπει σε αυτόκλητους κριτές που δικάζουν και τιμωρούν στο όνομα μιας ανώτερης ηθικής. Ο Haneke δηλώνει ότι δεν ήθελε να περιοριστεί μόνο στο παράδειγμα του ναζισμού, αλλά να αναδείξει πως γεννιέται κάθε ολοκληρωτική ιδεολογία. Και η σκηνοθεσία του δείχνει θαυμάσια αυτό το γίγνεσθαι, πώς ένα καθημερινό και ασήμαντο συμβάν γιγαντώνεται σε καθολική, οικουμενική, ιστορική πραγματικότητα. Η λευκή κορδέλα που φοράει ο πάστορας στα παιδιά του για να εξαγνιστούν σύντομα θα καλύψει ολόκληρη την Ευρώπη.




Επιπλέον, επειδή ο σινεμάς δεν παίζεται μόνο στις αίθουσες, για όσους βρίσκεστε η θα βρεθείτε στο Παρίσι αυτό το φθινόπωρο, υπάρχουν δύο σημαντικές κινηματογραφικές εκθέσεις. Η μία στη Cinémathèque με ένα αφιέρωμα στον μαγικό φανό (Lanternes magiques) με μια σπάνια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα στον πρόγονο του κινηματογράφου. Η άλλη στο μουσείο Jeu de Paume με ένα αφιέρωμα στον Fellini και μια ρετροσπεκτίβα των ταινιών του, επίσης στη Cinémathèque.
M.M.

3 σχόλια:

kioy είπε...

Εξοχότατες αναφορές!

crispy είπε...

Ειναι και 74 χρονων με 40χρονια καριερας ο Γουντι.Δεν γινεται καθε καινουργια ταινια του να ειναι και αριστουργημα.Παντως ολες του οι τελευταιες παρακολουθουνται πολυ ευχαριστα.Καιto scoop k το vicky christina barcelona ηταν μια χαρα.Το whatever works δεν το εχω δει.Νομιζω θα παιχτει την επομενη εβδομαδαΣυμφωνω για την λευκη κορδελα.ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ.Απο τις φορες που κοινο κ κριτικοι συμφωνουν απολυτα!

2inthesoup είπε...

Μα κι εγώ περίπου αυτό λέω. Ότι δεν γίνεται, άρα γιατί το κάνει; Κρίμα δεν είναι;
Όλα ευχάριστα είναι, σε αυτό συμφωνούμε, αλλά κάτι λείπει, ένα δεύτερο επίπεδο, το έξυπνο χιούμορ του κλπ
ΜΜ