15/4/08

Tale 52: A tale that was quite right ή αλλιώς "Ποιο πάρτι Ιάσονα;"



Αυτό το κείμενο είναι μια προσφορά του ανεκτίμητου ανταποκριτή μας από τις Βρυξέλλες, Γεώργιου Καθάριου, για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξη Αλεξίου. Επειδή αμφιβάλλει για τη χρησιμότητα του κειμένου του, ας του απαντήσουμε με έναν δημιουργικό διάλογο (έστω οι πρώιμοι φαν της ταινίας εξ Αθηνών).

Μετά από χρονοβόρο προβληματισμό σχετικά με την σκοπιμότητα συγγραφής του παρόντος, και παρότι για την ταινία έχουν ήδη γραφτεί αρκετά πραγματάκια στα γνωστά ελληνικά σινεμπλόγκια, αλλά φυσικά και στον τύπο (ενώ έχει ήδη 22 ψήφους στο Imdb), αποφάσισα τελικά να φανώ Pro-life και να το γράψω το ρημάδι να πάει στα κομμάτια. Εξάλλου, έτσι θα προσέφερα και στο μπλόγκι των φίλων ΜΜΑΤ την πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, ανταπόκριση από το 26ο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου (ή μάλλον Φεστιβάλ του Κινηματογράφου του Φανταστικού) των Βρυξελλών.

Η "Ιστορία 52" παίχτηκε στη μικρή αίθουσα του Φεστιβάλ, βασικά σ' ένα χώρο με κουρτίνες γύρω γύρω και μία μεσαίου μεγέθους οθόνη, με καλό πάντως ήχο. Πρώτη παρατήρηση για την ταινία: πολύ καλός ήχος! Πρώτη φορά θυμάμαι να βλέπω ελληνική ταινία με καλό ήχο, κάτι βεβαίως ακόμη πιο σημαντικό για μια ταινία όπου ο ήχος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της όλης ατμόσφαιρας. Βέβαια σε κάποια σημεία παραήταν δυνατός, αλλά δεν ξέρω αν φταίει η ταινία ή το σύστημα στην αίθουσα.

Το στόρι: ο Ιάσονας γνωρίζει την Πηνελόπη, αποφασίζουν να μείνουν μαζί και κάπου εκεί χάνεται η μπάλα: η Πηνελόπη ξαφνικά ένα πρωί (;) φεύγει, ο Ιάσονας δεν θυμάται/δεν ξέρει τι έχει γίνει, αδυνατεί να ξεχωρίσει τι είναι όνειρο και τι πραγματικότητα, προσπαθεί να αναδομήσει το πρόσφατο παρελθόν του αναβιώνοντας το μέσα από τα όνειρά του, ταυτόχρονα όμως φοβάται πως όσο κοιμάται τόσο χάνει την επαφή με την πραγματικότητα...Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τον ταλαιπωρεί μονίμως ένας φριχτός πονοκέφαλος.

Πρώτη εντύπωση: το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό βλέποντας την ταινία ήταν το Memento: δύσκολα αποφεύγεις τη μεταξύ τους σύγκριση, ιδίως όσον αφορά τη δομή του σεναρίου. Κάποιος θα σκεφτόταν βεβαίως και τον Lynch, και όντως το όνομά του αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση μετά την προβολή, αλλά όπως δικαίως απάντησε ο σκηνοθέτης Αλέξης Αλεξίου, όποια ταινία ξεφεύγει από τη γραμμική αφήγηση και είναι λίγο "σκοτεινή και περίεργη", αυτόματα συγκρίνεται με Lynch. Το φεστιβάλ την διαφήμισε εξάλλου ως "Groundhog Day Meets David Lynch".

Κάποιες καλοπροαίρετες παρατηρήσεις: όταν ονομάζεις τους πρωταγωνιστές σου Ιάσονα και Πηνελόπη, αναλαμβάνεις βεβαίως και τον όποιο συμβολισμό συνεπάγονται τα ονόματα αυτά, ιδίως σε μια ταινία ήδη φορτωμένη αισθητικά και σεναριακά. Δεν λέω βέβαια πως σώνει και καλά για να ικανοποιήσει εμένα τον κομπλεξικό ο σκηνοθέτας έπρεπε να τους πει Μπάμπη και Νατάσα, αλλά απλώς επισημαίνω πως το βάρος των ονομάτων αυτών φορτώνει αντίστοιχα και τους διαλόγους. Άσε δε που ο Ιάσονας γίνεται και λίγο…"Πηνελόπη" στην ταινία, όταν η Πηνελόπη του ανακοινώνει πως θα φύγει στη Γερμανία και αυτός της λέει πως θα την περιμένει όσο χρειαστεί, μια σκηνή η οποία επανέρχεται αρκετές φορές στην ταινία.

Οι διάλογοι: δεν ξέρω αν πάλι φταίει το κόμπλεξ ανθελληνισμού που κουβαλάμε όλοι οι Έλληνες, αλλά κάποιες ατάκες μου φάνηκαν λίγο «στημένες», λίγο αφύσικες, ιδίως στη συζήτηση που κάνει η παρέα στο σπίτι το βράδυ που γνωρίζονται ο Ιάσονας και η Πηνελόπη. Κάτι που βέβαια ισχύει κατά την ταπεινή μου γνώμη για την πλειοψηφία της «σοβαρής» ελληνικής παραγωγής: απλώς πολλοί διάλογοι μοιάζουν λίγο out of this world, μοιάζουν δηλαδή με διαλόγους-που-θα-είχαν-ηθοποιοί-εάν-έπαιζαν-σε-μία-ελληνική-ταινία και όχι με διαλόγους που θα είχαν άνθρωποι στην πραγματικότητα...Δηλαδή δεν υπάρχει μεσαίος δρόμος μεταξύ του «πω πω ρε μλκ, μπάνισε το μωρό που’ρχεται» και του «Ιάκωβε, βοήθησέ με να δραπετεύσω από τη φενάκη του κόσμου τούτου, δεν αντέχω άλλα ψέμματα»; Πάλι κακός έγινα νομίζω…Προσοχή, δεν σημαίνει αυτό ότι οι διάλογοι είναι συλλήβδην αδύναμοι, απλώς πού και πού έθρεψαν το προαναφερθέν κόμπλεξ μου.

Τώρα όσον αφορά τις ερμηνείες (Γ. Κακανάκης ο Ιάσονας, Σ. Γρηγοριάδου η Πηνελόπη), είχαν τα ups n downs τους αλλά γενικά ήταν ικανοποιητικές, στο πλαίσιο βέβαια που κατά τη γνώμη μου διαγράφουν οι διάλογοι. Καταλήγουμε πάλι στη συζήτηση του τι συγχωρείς/αποδέχεσαι σε μία ελληνική ταινία. Μπορεί να μην προσέξεις καν π.χ. τους ίδιους ακριβώς διαλόγους στα αγγλικά ή τα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά δεν είμαστε εξίσου ανεκτικοί. Μεγάλη συζήτηση.

Αν και όπως προανέφερα θυμίζει το Memento, ενδιαφέρουσα είναι βεβαίως η δομή του σεναρίου. Στην ουσία βλέπουμε τις ίδιες σκηνές ξανά και ξανά, κάθε φορά όμως με μικρές μεταξύ τους διαφορές, οι οποίες δίνουν την αίσθηση ομόκεντρων κύκλων ή σπείρας στην εξέλιξη της ταινίας. Όπως είπε ο Α. Αλεξίου και επιβεβαίωσε και η executive producer Μαρία Δρανδάκη που ήταν παρούσα στην προβολή, τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη, και η τελευταία λεπτομέρεια είχε προβλεφθεί στο σενάριο, το οποίο ακολούθησαν πιστά κατά τα γυρίσματα.

Καλλιτεχνικό τμήμα: πολύ καλή φωτογραφία με κόκκο (η ταινία είναι γυρισμένη σε Super 16 mm το οποίο, μετά από ψηφιακή επεξεργασία, μεταφέρθηκε σε σινεμασκόπ 35 mm), κυριαρχούν πράσινοι και μαύροι τόνοι, εντυπωσιακή σκηνοθεσία με ενδιαφέρουσες λήψεις (ιδίως από πολύ χαμηλές ή ψηλές γωνίες), στοιχεία που όλα μαζί σε συνδυασμό με το αρκετά δημιουργικό μοντάζ, την προαναφερθείσα χρήση του ήχου και την πολύ καλή μουσική δημιουργούν νομίζω σε μεγάλο βαθμό αυτή την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα την οποία επιδίωκε ο σκηνοθέτης.

Και αφού ικανοποίησα τον κριτικό μου εγωισμό, κάποιες πληροφορίες ειδικότερα από την προβολή στις Βρυξέλλες (4-4-08):

Q n A: καταρχάς ο σκηνοθέτης ξεκίνησε απολογούμενος για τις συνθήκες της συγκεκριμένης προβολής, γιατί η ταινία είχε γυριστεί σε σινεμασκόπ, κάτι που χάθηκε στην εν λόγω "αίθουσα". Οι δύο δημοσιογράφοι του φεστιβάλ τον βομβάρδισαν με αρκετές ερωτήσεις στις οποίες απάντησε με ηρεμία, πραότητα αλλά και κάποια διστακτικότητα. Χμ, ΜΜ, νομίζω πως ο Αλεξίου είναι το σκηνοθετικό σου άλτερ έγκο, αν όχι καλλιτεχνικά τουλάχιστον ως παρουσία....

Ο σκηνοθέτης είπε ότι βασικές επιρροές για την ταινία αυτή ήταν το Slaughterhouse-Five και το La Jetée του Μαρκέρ, όπως κι ένα διήγημα του Philip Κ. Dick, θα σας γελάσω όμως ποιο...Το tagline πάντως της ταινίας είναι «Sometimes your mind is the most dangerous place to be» ενώ στο flyer της ταινίας υπάρχει η φράση του Dick «Reality is that which, when you stop believing in it, doesn't go away», από την ομιλία-δοκίμιό του "How to Build a Universe That Doesn't Fall Apart Two Days Later" του 1978.

Η πρώτη νομίζω ερώτηση από το κοινό έγινε από συμπατριώτη ο οποίος, αφού έδωσε συγχαρητήρια για την ταινία, "ωραία σκηνοθεσία και φωτογραφία" κτλ., στάθηκε στον ήχο: είπε ότι του φαινόταν πως η ταινία ήταν ντουμπλαρισμένη και ρώτησε αν αυτό ισχύει και γιατί. Ο σκηνοθέτης το επιβεβαίωσε, είπε ότι ήταν δύσκολο να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα με την κατάλληλη φωνή, ο πατριώτης είπε ότι όμως έτσι ο ήχος ακούγεται ψεύτικος και μάλιστα «it sounds like Digimon, Pokemon». Αθάνατη ελληνική αλληλεγγύη. Με τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς. Ο σκηνοθέτης, διατηρώντας εντυπωσιακά την ψυχραιμία του, υπεραμύνθηκε ευγενικά της επιλογής του, παρατηρώντας πως ο συνδυασμός αυτός ενός προσώπου και μιας άλλης φωνής δημιουργεί πάντως κάτι το νέο, κάτι που ουσιαστικά δεν υπήρχε πριν. Να επισημάνω απλώς πως όντως σε κάποια σημεία υπάρχει ένα θέμα στον συγχρονισμό εικόνας και ήχου, μάλιστα σε κάποιες σκηνές, αν και ο πρωταγωνιστής μετά βίας ανοίγει το στόμα του, ακούγεται στους διαλόγους κανονικότατα η φωνή του...

Μια άλλη ερώτηση του κοινού είχε να κάνει με τη χρήση του νερού στην ταινία: όντως το νερό με διάφορες μορφές, είτε στη βρύση είτε στον πίνακα που απεικονίζει τη θάλασσα είτε στη σκηνή που διαδραματίζεται δίπλα στην θάλασσα, παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ταινία. Ο Αλεξίου είπε πως σε αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον που δημιούργησε μέσα σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα, ήθελε να υπάρχει ένα στοιχείο επικοινωνίας-διεξόδου προς τον έξω κόσμο, το στοιχείο του νερού. Περιορίζομαι στο να πω ότι η σκηνή στη θάλασσα (που αν κατάλαβα καλά γυρίστηκε στη Ζαχάρω, άραγε υπάρχουν ακόμα αυτά τα δέντρα δίπλα στα οποία ο πρωταγωνιστής οδηγούσε το τζιπάκι Lada;) δείχνει μια κρύα, άγρια, επικίνδυνη θάλασσα. Φαντάζομαι πως η ταινία γυρίστηκε χειμώνα ή φθινόπωρο, πάντως η απεικόνιση της θάλασσας προσδίδει και αυτή στην ταινία μια αίσθηση ανοίκεια, αφιλόξενη· δεν είναι δηλαδή η συνηθισμένη «θαλασσίτσα» που έχουμε συνηθίσει, αλλά θυμίζει μάλλον Ατλαντικό ή Βόρεια Θάλασσα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στην ταινία και η αντιμετώπιση του ύπνου, αν και δεν είναι βέβαια σαφές τι είναι όνειρο και τι πραγματικότητα, καθώς το σενάριο βασίζεται ακριβώς σε αυτή τη σύγχυση ύπνου και ξύπνιου... Ενώ αρχικά ο πρωταγωνιστής προσδοκά τον ύπνο ως λύτρωση για τους πονοκεφάλους του, συνειδητοποιεί κατόπιν ότι "ενώ κοιμάται" συμβαίνουν περίεργα πράγματα των οποίων δεν έχει καμία ανάμνηση όταν "ξυπνά" και έτσι τελικά προσπαθεί να τον αποφύγει. Ο ύπνος δηλαδή από σωτηρία μετατρέπεται στην ταινία σε πηγή των προβλημάτων του Ιάσονα, με αποκορύφωμα τη σκηνή όπου προσπαθεί να μείνει ξάγρυπνος, αποφεύγοντας έτσι τις τρομερές συνέπειες που φοβάται πως έχει ο ύπνος του. Αυτήν ακριβώς τη σκηνή ξεχώρισε και ο σκηνοθέτης, σε σχετική ερώτηση που του υπεβλήθη, τη σκηνή δηλαδή όπου ο Ιάσονας καθισμένος στην καρέκλα εστιάζει το βλέμμα του στον ανεμιστήρα που υπάρχει στον τοίχο προσπαθώντας να μην αποκοιμηθεί. Ο Αλεξίου είπε πως του άρεσε ιδιαίτερα αυτή η σκηνή γιατί ουσιαστικά πρωταγωνιστούν σε αυτήν όχι άνθρωποι αλλά αντικείμενα (ο ανεμιστήρας, ο τοίχος), εντέλει δηλαδή το ίδιο το διαμέρισμα.

Πολύ καλή η μουσική από Felizol και Peekay Tayloh, συμβάλλει και αυτή με τη σειρά της στη δημιουργία της ατμόσφαιρας της ταινίας, αλλά στέκεται αξιοπρεπέστατα και μόνη της.

Συνοψίζοντας, μια ταινία πολύ ενδιαφέρουσα, και κυρίως διαφορετική από αυτό που περιμένεις από μιαν ελληνική ταινία, κάτι που δυστυχώς ακόμη λέει πολλά. Ότι δηλαδή καλώς ή κακώς, όπως παρατήρησε και ο σκηνοθέτης, η ελληνική παραγωγή είναι τυποποιημένη και πως genre films δεν έχουμε, με εξαίρεση ίσως την ελληνική σεξοφαρσοκωμωδία και τις Αγγελοπουλιές…Ταινίες όπως η "Ιστορία 52" φιλοδοξούν ακριβώς στο να καταρρίψουν αυτά τα στερεότυπα του τι μπορούμε να αναμένουμε από μια ελληνική ταινία, κυρίως δε στους θεατές. Μόνο και για αυτό είναι αξιέπαινη.

Γ.Κ.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ego den vreika apla ikanopoitikes tis ermeneis alla iperohes. eidika tou protagonisti pou pragmatika (ehontas dei tin tainia stin athena) dinei recital ermineias kai malista se ena poli diskolo scenario (tha lega diskolo ohi me tin akli ennoia)
episis pistevo oti e apantisi tou kiriou alexio sto q +a itan toulahiston "aneparkes"
den einai dinaton na nyoumplaresi ton protagonistiko rolo kai na to vaftizeis peirama
fenotan apo tin eikona oti o ithopoios eihe poli periehomeno stin ipokritiki tou, kati pou o kirios alexiou (gia pio logo , den gnorizo) dialexe na min ekmetaleftei
episis tha eithela na po oti to na kritikareis mia tainia, kai na eisai ellinas den einai a priori arnitiko
diladi e antiprotasi sas poia einai
opoia tinai elliniki paizei na ehoume tin ideologia PTAOULIDOU?
an theloume na prohorisei to elliniko cinema prepei na to vlepoume san cinema kai ohi san "elliniko cinema"
kai polla alla....