9/1/11

Michael Curtiz - ο άνθρωπος του σινεμά



Ποτέ άλλοτε μια τόσο διάσημη ταινία δεν έχει γυριστεί από έναν τόσο παραγνωρισμένο δημιουργό. Κλασσικό αριστούργημα του αμερικάνικου κινηματογράφου και αναμφίβολα μια από τις πιο γνωστές ταινίες όλων των εποχών, το Casablanca θεμελίωσε μεν τον μύθο του Humphrey Bogart ο οποίος εξέφερε μερικές από τις διασημότερες χολυγουντιανές ατάκες (‘We will always have Paris’ και ‘Play it again Sam’), δεν εξασφάλισε όμως και την υστεροφημία του ταλαντούχου Ούγγρου σκηνοθέτη Michael Curtiz.

Όταν ο Mihaly Kertész - προτού εξαμερικανίσει το όνομά του - αποδέχεται το 1926 την πρόσκληση των αδερφών Warner να μεταναστεύσει στο Χόλλυγουντ, έχει ήδη πίσω του μια πλούσια και επιτυχημένη ευρωπαϊκή καριέρα, σκηνοθετώντας στα στούντιο της Βουδαπέστης και της Βιέννης πάνω από 50 φιλμ. Στα λίγα του φιλμ τα οποία διασώζονται μέχρι και σήμερα (δυστυχώς μόνο ένα από την ουγγρική περίοδο) διαφαίνονται ήδη κάποια βασικά στοιχεία του μετέπειτα αμερικάνικου έργου του αλλά και μια αξιοσημείωτη δυσαναλογία ανάμεσα σε ένα απλοικό σενάριο γεμάτο κλισέ (Σόδομα και Γόμορα, 1922 ή Σκλάβα Βασίλισσα, 1924) και μια καλοδουλεμένη και προσεγμένη φόρμα. Και αυτό είναι κάτι το οποίο θα σημαδέψει το έργο του, καταδικάζοντας το παράλληλα σε μια σχετική αφάνεια : σχεδόν ποτέ ο Curtiz δεν θα ενδιαφερθεί τόσο για το περιεχόμενο των ταινιών του, όσο θα παθιαστεί με την φόρμα και την πλαστικότητά τους.

Αν και η άφιξή του στην Αμερική οφειλόταν στη φήμη του ως σκηνοθέτη ιστορικών ταινιών υπερθεάματος, τα πρώτα χρόνια θα περάσει από διάφορα ‘μικρότερα’ είδη μαθαίνοντας τις χολλυγουντιανές μεθόδους παραγωγής και τους ανθρώπους του στούντιο. Το 1928 λίγο πριν την καθιέρωση του ομιλούντος κινηματογράφου, θα του ανατεθεί το Noah’s Ark, πρώτη του σημαντική αμερικανική παραγωγή à la De Mille, με περίτεχνες σκηνές πλήθους και έναν εντυπωσιακά γρήγορο, αλληγορικό πρόλογο. Σταδιακά θα καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους και πιο αξιόπιστους σκηνοθέτες της Warner, υπογράφοντας κάποιες από τις πρώτες έγχρωμες ταινίες τρόμου (Doctor X, 1932, Mystery of the Wax Museum, 1933), μικρά αριστουργήματα σύγχρονου κοινωνικού περιεχομένου (Τhe Strange Love of Molly Louvain, 1932, 20.000 Years In Sing Sing, 1933, Black Fury, 1935) - σπεσιαλιτέ του στούντιο -, κοινωνικά δράματα αλλά και αστυνομικά θρίλερ. Θα συνδέσει άλλωστε το όνομά του όσο κανείς άλλος με το στυλ της Warner Bros. Ο γερμανός συνάδελφός του William Dieterle (για τον οποίο μιλήσαμε εδώ) είχε δηλώσει μάλιστα ότι : « όταν ένας σκηνοθέτης δεν ήταν αρκετά γρήγορος ή δημιουργούσε προβλήματα, τον αντικαταστούσαν, συνήθως με τον Mike. Ο Mike έκανε τα πάντα. Ήταν ικανός να τελειώσει ένα φιλμ στις 11 και να ξεκινήσει ένα άλλο στις 13. Ήταν πολύ ταλαντούχος. Δεν ήξερε πάντοτε τι έκανε, αλλά είχε ένα μοναδικό ένστικτο...». Ένστικτο. Ίσως μια λέξη-κλειδί η οποία μπορεί να οδηγήσει τον μελετητή στην προσέγγιση της λαβυρινθώδους καριέρας του Curtiz, ενός σκηνοθέτη με συνολικά 173 ταινίες στο ενεργητικό του, με μέσο όρο τεσσάρων με πέντε περίπου τον χρόνο.

« Στις ταινίες μου βάζω όση τέχνη πιστεύω ότι το κοινό μπορεί να αντέξει », δήλωνε προκλητικά αυτός ο σκηνοθέτης ο οποίος σημάδεψε όσο λίγοι την τεχνική αλλά και την τέχνη του κινηματογράφου. Δύστροπος και αυταρχικός στα πλατώ, δημιούργησε μια κακή φήμη και συχνά κατηγορήθηκε ως σκλάβος των στούντιο, ως ένας ακόμα ικανός αλλά απρόσωπος τεχνικός, μένοντας έτσι έξω από το πάνθεον των επονομαζόμενων auteurs (δημιουργών) που έφτιαξαν τα Cahiers du Cinema. Στο πρόσωπό του όμως υπάρχει αυτό το μοναδικό χολλυγουντιανό παράδοξο : στα απρόσωπα και συχνά αφελή ή αδιάφορα σενάρια, αντιτίθεται μια προσεγμένη και εύκολα αναγνωρίσιμη φόρμα, μια μοναδική αισθητική. Το παιχνίδι με τις σκιές, η λειτουργία του καθρέφτη και του ειδώλου, τα περίτεχνα και διαφορετικά καδραρίσματα, αλλά και η θεματική της εξορίας, της περιπλάνησης και του « περήφανου επαναστάτη » τόσο στις ιστορικές του περιπέτειες (Captain Blood, The Adventures of Robin Hood, The Sea Hawk) όσο και στα φιλμ νουάρ (Mildred Pierce, 1945) ή τις δραματικές του ταινίες (Four Daughters, 1938), αποτελούν βασικούς άξονες μια ανομοιογενούς, άνισης αλλά και άκρως ενδιαφέρουσας φιλμογραφίας. Μιας καριέρας η οποία αξίζει να μελετηθεί μακριά από τη βαριά σκιά του Casablanca.

Α.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: