Σε μια εποχή που ο γαλλικός κινηματογράφος τείνει όλο και περισσότερο να αντιγράφει το Hollywood, ευτυχώς κάθε χρόνο υπάρχουν κάποιες εκπλήξεις που αναιρούν τον κανόνα. Ο Abdellatif Kechiche, καταγόμενος από την Τυνησία, μας είχε δείξει ήδη σημαντικά δείγματα γραφής, τόσο με το La faute a Voltaire, που είχε ξεχωρίσει το 2000 στη Βενετία, όσο και το L’esquive, που πρωταγωνίστησε στα Σεζάρ του 2003, αντιμέτωπο με πολυέξοδες παραγωγές. Καθώς ο ίδιος ήρθε στη Γαλλία ως μετανάστης, αναπόφευκτα η μετανάστευση παίζει κεντρικό ρόλο στο έργο του. Στην πρώτη του ταινία, πρωταγωνιστής είναι ένας λαθρομετανάστης από την Τυνησία στην προσπάθειά του να ενσωματωθεί στη γαλλική κοινωνία. Στη δεύτερη του ταινία, εστιάζει σε ένα σχολείο κάποιου υποβαθμισμένου γαλλικού προαστίου, όπου πρωταγωνιστούν οι γόνοι μεταναστών. Όμως το La graine et le mulet (Κουσκούς με φρέσκο ψάρι) είναι σαφώς η πιο ολοκληρωμένη ταινία του, αποτελώντας ένα ολότελα προσωπικό έργο του δημιουργού του και ταυτόχρονα ένα πιστό πορτρέτο της γαλλικής κοινωνίας.
Η ανεργία, η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης, η ανισότητα, η άδικη μεταχείριση από τη γραφειοκρατική μηχανή, τα στερεότυπα, είναι μερικά από τα προβλήματα που ταλανίζουν τον πρωταγωνιστή της ταινίας, έναν μετανάστη πατέρα, που κατάφερε δουλεύοντας σκληρά ως λιμενεργάτης να συντηρήσει μια πολυμελή οικογένεια στη γαλλική Sete. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, έχει κρατήσει ζωντανό και το όνειρό του, να φτιάξει ένα εστιατόριο σε ένα παλιό καράβι, με σπεσιαλιτέ το Κουσκούς με ψάρι. Όταν λοιπόν μένει άνεργος, αποφασίζει να το πραγματοποιήσει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να προσπεράσει όλα τα εμπόδια που του θέτει η γαλλική γραφειοκρατία. Η παραδοσιακή σπεσιαλιτέ φαντάζει ως ο μόνος τρόπος για να ενώσει και πάλι τη διαλυμένη οικογένειά του, αλλά και για να αφήσει ως παρακαταθήκη στα παιδιά του ένα κομμάτι του εαυτού του. Το όνειρο του θα γίνει πραγματικότητα, αλλά ο ίδιος δεν θα είναι εκεί να δει το αποτέλεσμα των κόπων του και της αφοσίωσής του.
Η κάμερα του Kechiche μας προσφέρει μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία, μας ρίχνει σχεδόν βίαια μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα των χαρακτήρων του. Ο θεατής μοιάζει να βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, να κρυφακούει, να κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες και να γεύεται τις λιχουδιές τους. Μερικές σκηνές μοιάζουν τόσο αληθινές, που γίνονται επιθετικές, απωθητικές, σαν ο σκηνοθέτης να θέλει να βομβαρδίσει τον καθωσπρεπισμό του Γάλλου αστού, να τον μυήσει στις τελετουργίες μιας άγνωστης και απρόσιτης σε αυτόν κουλτούρας και να προκαλέσει τον ρατσισμό του. Παρότι κρατάει δυόμιση ώρες, η ταινία δεν σε αφήνει ούτε στιγμή σε ηρεμία. Ακόμα και όταν φαίνεται να επιμένει παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει, αυτό γίνεται για κάποιο λόγο. Οι ηθοποιοί, ως επί το πλείστον ερασιτέχνες (ακόμα και ο πρωταγωνιστής), κατορθώνουν να δημιουργήσουν χαρακτήρες που μας υποχρεώνουν να ταυτιστούμε και να τους αγαπήσουμε. Και όλη αυτή η καλοδουλεμένη σύνθεση οδηγεί σε ένα υπέροχο φινάλε, σπαρακτικό και συνάμα κωμικό, όπου ο παραλογισμός και η υποκρισία της σύγχρονης Γαλλίας συναντά την ελπίδα, την αλληλεγγύη και τη συμφιλίωση. Αναμφίβολα μία από τις ταινίες της χρονιάς – αρκεί να έρθει και στην Ελλάδα.
1 σχόλιο:
η ταινία έφτασε στην Αθήνα , στο ΑΣΤΥ στην οδό Κοραή... (πού αλλου)
Δημοσίευση σχολίου