Ich bin ein berliner
Από το ηλιόλουστο Βερολίνο στην χιονισμένη Αθήνα. Παράδοξο, ομολογουμένως. Η ολιγοήμερη παραμονή στο Βερολίνο μου άφησε μοιρασμένες εντυπώσεις. Παρά τη μεγαλοπρέπεια των εκδηλώσεων της Berlinale, ο παλμός της πόλης εξακολουθεί να χτυπάει αλλού, στα καφέ και τα μπαρ του ανατολικού Βερολίνου, μακριά από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Πάντως τιμήσαμε και τον σκοπό της ολιγοήμερης επίσκεψής μας (θα ήταν άδικο, τόσα λεφτά έφυγαν από το ταμείο του blog). Όταν φτάνεις χωρίς διαπίστευση, στη μέση του φεστιβάλ, οι επιλογές είναι λίγες, και φυσικά διαλέγεις στην τύχη. Κάτι από Panorama, κάτι από Forum, τελικά οι επιλογές ήταν μάλλον ικανοποιητικές. Από όσα είδα, θα συγκρατήσω τα εξής.
Ξεκινάω από την ελληνική συμμετοχή στο φεστιβάλ, τη διόρθωση του Θάνου Αναστόπουλου. Το αποτέλεσμα ενθαρρυντικό και άξιο συγχαρητηρίων. Πρώτον, για την επιλογή του θέματος: εμπνευσμένο από τη δολοφονία ενός Αλβανού κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών μετά τη νίκη της Εθνικής Αλβανίας ενάντια στην Εθνική Ελλάδος. Ακολουθεί την πορεία του υποτιθέμενου δολοφόνου μετά την αποφυλάκισή του, την προσπάθεια επαναπροσαρμογής του σε μια αφιλόξενη και άγνωστη Αθήνα καθώς και την επιθυμία του να εξιλεωθεί στα μάτια της οικογένειας του θύματος. Δεύτερον, για την παράκαμψη της γραφειοκρατίας και της αρτηριοσκληρωτικής πολιτικής του ΕΚΚ. Επιβραβεύτηκε άλλωστε στη Θεσσαλονίκη, κερδίζοντας το τρίτο βραβείο, αλλά αναμφίβολα για τους θεατές άξιζε και ακόμα καλύτερα. Τρίτον, για τις κινηματογραφικές αρετές του, που υπερισχύουν των αδυναμιών του (σεναριακών κυρίως). Επιτέλους μια ελληνική ταινία που δεν πολυλογεί. Αντί να επιδοθεί σε περιττούς διαλόγους (θα μπορούσαν να είναι και ακόμα λιγότεροι), εστιάζει το ενδιαφέρον του στους θορύβους της πόλης, στην αντίθεση του μέσα και του έξω, σε μια Αθήνα που αγνοούν οι ίδιοι Αθηναίοι και στην οποία βυθίζεται ο ήρωας αναζητώντας εκ νέου την ταυτότητά του. Πριν πάω στο Βερολίνο, εξέφρασα την ανυπομονησία μου για μια ταινία που να μιλά για την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας. Ευτυχώς, η ταινία του Θάνου Αναστόπουλου ήρθε να με αποζημιώσει. Εξάλλου, όπως δήλωσε ο ίδιος μπροστά στο βερολινέζικο κοινό (το οποίο μάλλον κέρδισε ο Έλληνας σκηνοθέτης), η απόφασή του να παρακάμψει το ΕΚΚ και να πάρει προσωπικό δάνειο προέκυψε γιατί διέβλεπε την κατεπείγουσα αναγκαιότητα να γίνει αυτή η ταινία. Για να δείξει ότι η γενιά της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν μπορεί να εκφράζεται πλέον από το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Ελπίζουμε ότι θα δικαιωθεί βρίσκοντας και διανομή.
Συνεχίζω με μια ενδιαφέρουσα ταινία από το Ισραήλ, το Flipping out του Yoav Shamir. Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα φαινόμενο που ανθεί εδώ και χρόνια στην Ινδία, όπου καταφτάνουν κατά εκατοντάδες νέοι συμπατριώτες του μετά την στρατιωτική τους θητεία, προκειμένου να επιδοθούν σε ένα ατελείωτο πάρτυ, που συνδυάζει κάθε είδους ναρκωτικά αλλά και πνευματική αναζήτηση. Πολλοί από αυτούς φυσικά ξεπερνούν τα όριά τους και όπως είναι αναμενόμενο φρικάρουν (ή ακριβέστερα «φλιπάρουν»). Το ισραηλινό κράτος, συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα του φαινομένου, έχει στήσει στην περιοχή (είτε στα Ιμαλάια, είτε στη Γκόα) θρησκευτικά κέντρα αλλά και διατηρεί πεπειραμένους πράκτορές του οι οποίοι φροντίζουν να επαναπατρίζουν ή να συνετίζουν τους παραστρατημένους. Ο σκηνοθέτης έμεινε στην Ινδία κάποια χρόνια και κατέγραψε το φαινόμενο, εστιάζοντας στη σχέση της συμπεριφοράς αυτής της ισραηλινής νεολαίας με την οδυνηρή εμπειρία του στρατού και των όσων αναγκάζονται να κάνουν κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας. Κατά κάποιο τρόπο, ή ισραηλινή κοινωνία είναι βολεμένη με το γεγονός ότι όλα αυτά διαδραματίζονται αλλού, εξορκίζει το κακό. Στα αρνητικά της ταινίας, η καθαρά ισραηλινή οπτική γωνία, αδιαφορώντας σε μεγάλο βαθμό για τον τοπικό πληθυσμό και για τον τρόπο που επηρεάζεται από το φαινόμενο.
Από τις εκπλήξεις και το Otto; or up with dead people του Καναδού Bruce La Bruce. Ένα γκέι ζόμπι(!) επιστρέφει στον κόσμο, και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Βερολίνου, όπου θα συναντήσει μία λεσβία σκηνοθέτη και θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία της, με θέμα τα γκέι ζόμπι και τη θέση τους στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Η πλοκή και μόνο μας καλούσε να το δούμε. Αργότερα μάθαμε ότι ο Καναδός σκηνοθέτης-συγγραφέας-κομικάς είναι αυτός που καθιέρωσε το είδος του homo-gore ή queer-gore. Τεχνικά, η ταινία ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς συνδύαζε διαφορετικές τεχνοτροπίες και επιρροές, από τον βουβό κινηματογράφο ως τις κλασικές αμαερικάνικες b-movies των sixties και των seventies, από το splatter στο queer cinema, από την κλασική μουσική στον κόσμο του myspace. Εν πάσει περιπτώσει, μας προκαλεί το ενδιαφέρον για να ψάξουμε τις πρωτύτερες δημιουργίες του.
Από τις πιο συμβατικές ταινίες που είδαμε, αλλά και πολύ καλή στο είδος της, ήταν το What no one knows του Δανού Soren Kragh-Jakobsen. Προερχόμενος από τη γενιά του Δόγματος, γνωστότερος για την ταινία του Mifune δημιουργεί ένα πολύ πετυχημένο θρίλερ που θα μπορούσε βέβαια να ανήκει στο Hollywood αλλά διατηρώντας μία σκηνοθετική και σεναριακή σφραγίδα που το κάνει κατά κάποιο τρόπο να ξεχωρίζει. Σαφώς στα υπέρ του, το casting από γνωστούς Σουηδούς ως επί το πλείστον ηθοποιούς. Η πλοκή του συνίσταται στη διερεύνηση του άγνωστου παρελθόντος ενός Δανού οικογενειάρχη στις μυστικές υπηρεσίες από τον ίδιο του τον γιο, στην προσπάθειά του να μάθει περισσότερα για τον θάνατο της αδερφής του. Από εκεί και πέρα, θα έρθει αντιμέτωπος με μυστικά περί βιολογικών όπλων, περί CIA, αλλά και με τον Μεγάλο Αδελφό. Η χρήση λήψεων από τις κάμερες παρακολούθησης που ακολουθούν παντού τον ήρωα προσδίδουν ιδιαίτερο σασπένς, όπως και η κάμερα στο χέρι και η αδιαφανής εικόνα του. Αν και η ταινία του αυτή υπερέχει του μέσου χολυγουντιανού θρίλερ, ίσως αποτελέσει το διαβατήριο του για το Χόλυγουντ.
Ξεκινάω από την ελληνική συμμετοχή στο φεστιβάλ, τη διόρθωση του Θάνου Αναστόπουλου. Το αποτέλεσμα ενθαρρυντικό και άξιο συγχαρητηρίων. Πρώτον, για την επιλογή του θέματος: εμπνευσμένο από τη δολοφονία ενός Αλβανού κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών μετά τη νίκη της Εθνικής Αλβανίας ενάντια στην Εθνική Ελλάδος. Ακολουθεί την πορεία του υποτιθέμενου δολοφόνου μετά την αποφυλάκισή του, την προσπάθεια επαναπροσαρμογής του σε μια αφιλόξενη και άγνωστη Αθήνα καθώς και την επιθυμία του να εξιλεωθεί στα μάτια της οικογένειας του θύματος. Δεύτερον, για την παράκαμψη της γραφειοκρατίας και της αρτηριοσκληρωτικής πολιτικής του ΕΚΚ. Επιβραβεύτηκε άλλωστε στη Θεσσαλονίκη, κερδίζοντας το τρίτο βραβείο, αλλά αναμφίβολα για τους θεατές άξιζε και ακόμα καλύτερα. Τρίτον, για τις κινηματογραφικές αρετές του, που υπερισχύουν των αδυναμιών του (σεναριακών κυρίως). Επιτέλους μια ελληνική ταινία που δεν πολυλογεί. Αντί να επιδοθεί σε περιττούς διαλόγους (θα μπορούσαν να είναι και ακόμα λιγότεροι), εστιάζει το ενδιαφέρον του στους θορύβους της πόλης, στην αντίθεση του μέσα και του έξω, σε μια Αθήνα που αγνοούν οι ίδιοι Αθηναίοι και στην οποία βυθίζεται ο ήρωας αναζητώντας εκ νέου την ταυτότητά του. Πριν πάω στο Βερολίνο, εξέφρασα την ανυπομονησία μου για μια ταινία που να μιλά για την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας. Ευτυχώς, η ταινία του Θάνου Αναστόπουλου ήρθε να με αποζημιώσει. Εξάλλου, όπως δήλωσε ο ίδιος μπροστά στο βερολινέζικο κοινό (το οποίο μάλλον κέρδισε ο Έλληνας σκηνοθέτης), η απόφασή του να παρακάμψει το ΕΚΚ και να πάρει προσωπικό δάνειο προέκυψε γιατί διέβλεπε την κατεπείγουσα αναγκαιότητα να γίνει αυτή η ταινία. Για να δείξει ότι η γενιά της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν μπορεί να εκφράζεται πλέον από το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Ελπίζουμε ότι θα δικαιωθεί βρίσκοντας και διανομή.
Συνεχίζω με μια ενδιαφέρουσα ταινία από το Ισραήλ, το Flipping out του Yoav Shamir. Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα φαινόμενο που ανθεί εδώ και χρόνια στην Ινδία, όπου καταφτάνουν κατά εκατοντάδες νέοι συμπατριώτες του μετά την στρατιωτική τους θητεία, προκειμένου να επιδοθούν σε ένα ατελείωτο πάρτυ, που συνδυάζει κάθε είδους ναρκωτικά αλλά και πνευματική αναζήτηση. Πολλοί από αυτούς φυσικά ξεπερνούν τα όριά τους και όπως είναι αναμενόμενο φρικάρουν (ή ακριβέστερα «φλιπάρουν»). Το ισραηλινό κράτος, συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα του φαινομένου, έχει στήσει στην περιοχή (είτε στα Ιμαλάια, είτε στη Γκόα) θρησκευτικά κέντρα αλλά και διατηρεί πεπειραμένους πράκτορές του οι οποίοι φροντίζουν να επαναπατρίζουν ή να συνετίζουν τους παραστρατημένους. Ο σκηνοθέτης έμεινε στην Ινδία κάποια χρόνια και κατέγραψε το φαινόμενο, εστιάζοντας στη σχέση της συμπεριφοράς αυτής της ισραηλινής νεολαίας με την οδυνηρή εμπειρία του στρατού και των όσων αναγκάζονται να κάνουν κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας. Κατά κάποιο τρόπο, ή ισραηλινή κοινωνία είναι βολεμένη με το γεγονός ότι όλα αυτά διαδραματίζονται αλλού, εξορκίζει το κακό. Στα αρνητικά της ταινίας, η καθαρά ισραηλινή οπτική γωνία, αδιαφορώντας σε μεγάλο βαθμό για τον τοπικό πληθυσμό και για τον τρόπο που επηρεάζεται από το φαινόμενο.
Από τις εκπλήξεις και το Otto; or up with dead people του Καναδού Bruce La Bruce. Ένα γκέι ζόμπι(!) επιστρέφει στον κόσμο, και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Βερολίνου, όπου θα συναντήσει μία λεσβία σκηνοθέτη και θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία της, με θέμα τα γκέι ζόμπι και τη θέση τους στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Η πλοκή και μόνο μας καλούσε να το δούμε. Αργότερα μάθαμε ότι ο Καναδός σκηνοθέτης-συγγραφέας-κομικάς είναι αυτός που καθιέρωσε το είδος του homo-gore ή queer-gore. Τεχνικά, η ταινία ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς συνδύαζε διαφορετικές τεχνοτροπίες και επιρροές, από τον βουβό κινηματογράφο ως τις κλασικές αμαερικάνικες b-movies των sixties και των seventies, από το splatter στο queer cinema, από την κλασική μουσική στον κόσμο του myspace. Εν πάσει περιπτώσει, μας προκαλεί το ενδιαφέρον για να ψάξουμε τις πρωτύτερες δημιουργίες του.
Από τις πιο συμβατικές ταινίες που είδαμε, αλλά και πολύ καλή στο είδος της, ήταν το What no one knows του Δανού Soren Kragh-Jakobsen. Προερχόμενος από τη γενιά του Δόγματος, γνωστότερος για την ταινία του Mifune δημιουργεί ένα πολύ πετυχημένο θρίλερ που θα μπορούσε βέβαια να ανήκει στο Hollywood αλλά διατηρώντας μία σκηνοθετική και σεναριακή σφραγίδα που το κάνει κατά κάποιο τρόπο να ξεχωρίζει. Σαφώς στα υπέρ του, το casting από γνωστούς Σουηδούς ως επί το πλείστον ηθοποιούς. Η πλοκή του συνίσταται στη διερεύνηση του άγνωστου παρελθόντος ενός Δανού οικογενειάρχη στις μυστικές υπηρεσίες από τον ίδιο του τον γιο, στην προσπάθειά του να μάθει περισσότερα για τον θάνατο της αδερφής του. Από εκεί και πέρα, θα έρθει αντιμέτωπος με μυστικά περί βιολογικών όπλων, περί CIA, αλλά και με τον Μεγάλο Αδελφό. Η χρήση λήψεων από τις κάμερες παρακολούθησης που ακολουθούν παντού τον ήρωα προσδίδουν ιδιαίτερο σασπένς, όπως και η κάμερα στο χέρι και η αδιαφανής εικόνα του. Αν και η ταινία του αυτή υπερέχει του μέσου χολυγουντιανού θρίλερ, ίσως αποτελέσει το διαβατήριο του για το Χόλυγουντ.
3 σχόλια:
καλως έφτασες στο Βερολίνο. Μία μικρή διόρθωση για την ισραηλινή ταινία flipping out: οι εβραϊκές θρησκευτικές ομάδες στα Ιμαλάια και στην Γκόα δεν είναι κρατικές όπως γράφεις.Ανήκουν στο κίνημα 'Χαμπάντ' που έχει ως 'σύνθημα' "Θρησκεία και Χαρά" με αποτέλεσμα να εκλαϊκεύει την πίστη κάνοντάς την πιο προσιτή στους νέους γενικότερα (τώρα , αν αυτό είναι καλό ή κακό , είναι ένα άλλο θέμα)Πάντως το κράτος δεν έχει να κάνει τίποτα με τους 'Χαμπάντ'.Αυτό για να γίνει περισσότερο κατανοητή η κατάσταση που θα περιγράφει η ταινία. Καλή συνέχεια ΜΜ
Δίκιο έχεις. Ανακρίβεια. Ήθελα να πω μάλλον ότι υπάρχει ενδιαφέρον του κράτους και στήριξη.
Συγχαρητήρια στον ΜΜ που μας στέλνει νέα από το Βερολίνο!
Όσο για το σχόλιο του σ.λ. , επιβεβαιώνω 100% τα όσα λέει.
Περιμένω κι άλλες αναρτήσεις για τις ταινίες της Μπερλινάλε (αφού το πιθανότερο είναι να μην δούμε τις ταινίες , τουλάχιστον ας διαβάσουμε γι'αυτές..)
Χαιρετισμούς από την παγωμένη - αν και όχι χιονισμένη- Ρόδο.
Δημοσίευση σχολίου