17/4/08

3:10 to Yuma (ή από το γουέστερν στην action movie)

Αρχικά ούτε γι΄ αυτή την ταινία είχα σκοπό να γράψω, αλλά δεδομένου ότι δεν κυκλοφορούν και πολλά αξιόλογα πράγματα αυτή τη στιγμή, θα εκφράσω μερικές σκέψεις. Επίσης, οι κριτικές που διάβασα δεν με ικανοποίησαν απόλυτα, ιδίως όσες εκθείαζαν την ταινία. Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι πριν πάω να τη δω στο σινεμά, αποφάσισα να δω την κλασική ταινία του 1957, την οποία διασκεύασε ο James Mangold. Επομένως, η άποψή μου επηρεάζεται άμεσα από την πρώτη ταινία και κατά κάποιον τρόπο θα επιχειρήσω μια σύγκριση.

Το σημείο εκκίνησης των δύο σεναρίων είναι το ίδιο, ένας φτωχός δειλός ραντσέρης που δέχεται να συνοδεύσει τον κακοποιό Μπεν Γουέιντ στο τρένο που θα τον οδηγήσει στη φυλακή της Γιούμα, αφενός για να κερδίσει λίγα χρήματα που θα σώσουν τη φάρμα του και αφετέρου για να ανέβει στα μάτια της οικογένειάς του. Αλλά αν και το υφάδι της πλοκής ακολουθεί λίγο πολύ την ίδια ιδέα, δηλαδή το κλειστοφοβικό σασπένς που κορυφώνεται όσο πλησιάζει η ώρα της άφιξης του τρένου (φέρνοντας φυσικά στο μυαλό τη δομή του Το Τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές), το remake του James Mangold προσθέτει ό,τι μπορεί να φανταστεί προκειμένου να εμπλουτίσει την ταινία και να κερδίσει το αδηφάγο κοινό του, που τελικά καταστρέφει το σύνολο, χάνοντας την απλότητα του κλασικού γουέστερν. Στο επιπλέον μισάωρο που διαρκεί η τωρινή εκδοχή, βλέπουμε να παρελαύνουν μεγαλοκτηματίες, εχθρικοί ινδιάνοι, κινέζοι εργάτες, υπάλληλοι των σιδηροδρόμων, καθώς και πλήθος κομπάρσων έτοιμων να σκοτωθούν χάριν του θεάματος. Με λίγα λόγια, ο σκηνοθέτης μετατρέπει το απλό γουέστερν σε εντυπωσιακή action movie, καταλύοντας εν τέλει και όσα ήθελε να πει το γουέστερν του Delmer Daves. Ή έστω γίνεται πολύ λιγότερο πιστευτός. Γνωρίζοντας βέβαια το βιογραφικό του James Mangold και την ειδίκευσή του στις περιπέτειες αλά Silvester Stalone, αυτό δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Και ίσως αν δεν είχα δει την πρώτη εκδοχή να είχα ικανοποιηθεί από την ταινία του Mangold.


Για να εξηγηθώ περαιτέρω, η λογική του καλού και του κακού που συμφιλιώνονται για χάρη μιας οικουμενικής αρμονίας διατηρείται μεν και στο remake αλλά πλέον οι χαρακτήρες έχουν τραβηχτεί στα άκρα. Ο Μπεν Γουέιντ του Russell Crow είναι ο απόλυτος κακός, που σκοτώνει για την ευχαρίστησή του χωρίς κανένα ηθικό εμπόδιο. Αντίθετα με τον Μπεν Γουέιντ του Glenn Ford που, αν και ταλαντούχος κακοποιός, σέβεται την ανθρώπινη ζωή. Επομένως η σταδιακή μεταστροφή του είναι ασφαλώς πιο πιστευτή στην πρώτη ταινία, πόσο μάλλον όταν ο ήρωας του Russell Crow όχι απλώς αποφασίζει να ακολουθήσει τον Νταν Έβανς στο τρένο, αλλά φροντίζει πρώτα να σκοτώσει όλους του τους φίλους που προσπαθούσαν να τον σώσουν και να μπει στο τρένο παρότι ο δεσμοφύλακάς του είναι νεκρός. Τελικά, στην πρώτη ταινία πεθαίνει ένας άνθρωπος, ο οδηγός της άμαξας, που είναι και η αφορμή της δράσης (άντε και μερικοί κομπάρσοι), στη δεύτερη μερικές εκατοντάδες, μεταξύ των οποίων και ο ήρωας αφού εξετέλεσε το καθήκον του. Ίσως λοιπόν το γουέστερν του Mangold γίνεται πιο σκοτεινό, απορρίπτοντας εν μέρει την αρμονική συμφιλίωση και το μελοδραματικό τέλος της ταινίας του Daves, αλλά ουσιαστικά χάνει και κάτι από την παράδοση του γουέστερν. Μια από τις βασικές ιδέες του κλασικού γουέστερν είναι η ιδέα ότι η Φύση, το Περιβάλλον απευθύνει μια πρόκληση στον ήρωα, ο οποίος πρέπει να την φέρει εις πέρας για χάρη του κοινωνικού συνόλου, της δικαιοσύνης και της προόδου. Η διαφορά του 3:10 to Yuma είναι πως αποφεύγεται η τελική μονομαχία, από την οποία προκύπτει συνήθως η κάθαρση, όπως στο Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές, και αντικαθίσταται από μια συμφιλίωση που προϋποθέτει βέβαια πιο αμφίσημους χαρακτήρες, και όχι τον απόλυτο Καλό και Κακό. Η συμφιλίωση τότε οδηγεί και στην επιβράβευση από μέρους της Φύσης, με την τελική λυτρωτική βροχή, υπό τους ήχους του κλασικού ρεφραίν του γουέστερν. Όλα ξεκινούν από τη Φύση και καταλήγουν στη Φύση. Ενώ το μεταμοντέρνο γουέστερν του Mangold καταλήγει σε ένα τέλος που παραπέμπει περισσότερο στα σπαγγέτι γουέστερν του Sergio Leone.

Για να πούμε βέβαια και κάτι θετικό, οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι συμπαθείς, και ακόμα περισσότερο των δεύτερων ρόλων, ο υπέροχος κακός του Ben Foster και η κλασική γουεστερνική φιγούρα του Peter Fonda. Παρόλα αυτά, στους πραγματικούς φαν του γουέστερν θα πρότεινα να μείνουν την πρώτη ταινία.

M.M.


3 σχόλια:

kioy είπε...

Καλησπέρα ανακάλυψα το blog σας και μπορώ να πω πως με χαροποιούν τέτοιες
παρουσίες που καθιστούν την κινηματογραφική blogoσφαιρα πλουσιότερη!

Επίσης μπορώ να πω πως εντυπωσιάστηκα από την σύμπτωση να έχουμε γράψει και οι 2 για κάποιες πολύ σπάνιες ταινίες, που σχεδόν τίποτε άλλο δε μπορείς να βρεις στο ελληνικό διαδίκτυο(βλέπε I am A fugitive from a Chain Gang). Συνεχίστε την πολύ καλή δουλειά.

Για το Τραίνο για τη Γιούμα, το οποίο εμένα μάλλον με απογοήτευσε ακόμα περισσότερο από σενα, θέλω να προσθέσω πως και η δράση των ηρώων δεν είναι πιστευτή. Η πιεσμένη ολοκλκήρωση του finale ειδικά, δηλ το πως ο Crowe ακολουθεί εθελούσια, πλήγει ακόμα περισσότερο το ήδη ετοιμόροπο αναπαραστατικό κομμάτιτης ταινίας!

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε για τα καλά λόγια, έριξα μια ματιά στο blog σου και πράγματι συμπίπτουμε αρκετά. Θα το μελετήσω πιο αναλυτικά σύντομα. Για τη Γιούμα δεν ξέρω αν ήμουν αρκετά σαφής, αλλά ούτε εμένα μου άρεσε και δεν καταλαβαίνω πώς άρεσε σε τόσους φίλους και κριτικούς. Ίσως αν το δεις σαν μια διασκεδαστική ταινία, να είναι ικανοποιητικό. Ειδικά το τέλος, όντως, δεν είναι καθόλου πειστικό.

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.