21/10/08

Το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: lost in translation?



Τον τελευταίο χρόνο οι αίθουσες συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) μετατρέπονται όλο και πιο συχνά σε κινηματογραφικές. Είναι σύνηθες πλέον να προβάλλεται κάθε βδομάδα τουλάχιστον μία ταινία, είτε επίσημα (όπως π.χ. στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κινηματογραφικού Φεστιβάλ για τον Διαπολιτισμικό Διάλογο, για το οποίο ίσως γράψω μια άλλη φορά αν ο Μιχάλης και ο Αλέξανδρος δεν λάβουν τα μέτρα τους, προς το παρόν βλ. εδώ), είτε «ανεπίσημα», στο πλαίσιο κάποιας εκδήλωσης συνήθως διοργανωμένης από τις πολιτικές ομάδες του ΕΚ.

Πέρα όμως από τις προβολές αυτές, το ΕΚ επιδιώκει προσφάτως να καλλιεργήσει και μια πιο επίσημη σχέση με τον κινηματογράφο. Από πέρσι, το Κοινοβούλιο έχει θεσμοθετήσει το κινηματογραφικό βραβείο LUX, που οφείλει το όνομά του στη λατινική λέξη για το φως αλλά και στους εφευρέτες του κινηματογράφου Louis και Auguste Lumière. Την πρωτοβουλία για τη θέσπιση του βραβείου είχε ο γάλλος αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου Gérard Onesta και επίσημος σκοπός του βραβείου είναι να φωτίσει υπό διαφορετικές γωνίες το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και κυρίως να διευκολύνει την κυκλοφορία των ευρωπαϊκών ταινιών, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τα γλωσσικά εμπόδια στη διανομή. Το Κοινοβούλιο προσφέρει τη διανομή της νικήτριας ταινίας στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αντίγραφο των 35mm πλήρως υποτιτλισμένο στις 23 επίσημες ευρωπαϊκές γλώσσες, καλύπτοντας και το video-to-film transfer. Ταυτόχρονα το ΕΚ αναλαμβάνει τα έξοδα κατάλληλης προσαρμογής της νικήτριας ταινίας για τα άτομα που παρουσιάζουν προβλήματα ακοής και όρασης. Το βραβείο συνεπώς δεν συνεπάγεται αυτούσιο χρηματικό έπαθλο, η αξία του όμως εκτιμάται στα 87.000 €.



Κριτήρια επιλογής των ταινιών είναι να αναδεικνύουν την καθολικότητα των ευρωπαϊκών αξιών και την ποικιλομορφία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και να συμβάλλουν στο διάλογο για την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια 17μελής κριτική επιτροπή επιλέγει σε πρώτο στάδιο 10 ταινίες και σε δεύτερο τις τρεις φιναλίστ. Η σύνθεση της επιτροπής καθορίζεται κάθε χρόνο από την κοινοβουλευτική επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας. Σημειωτέον ότι στα μέλη του 17μελούς πάνελ βρίσκουμε εφέτος και τον Μισέλ Δημόπουλο ως Special fiction Advisor της ΕΡΤ. Οι τρεις υποψήφιες ταινίες προβάλλονται σχεδόν καθημερινά επί ένα μήνα σε ειδικά διαμορφωμένη κινηματογραφική αίθουσα χωρητικότητας 90 καθισμάτων εντός του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, όπου μπορούν να τις παρακολουθήσουν όσοι έχουν πρόσβαση στο κτίριο. Δικαίωμα ψήφου όμως για την ανάδειξη της νικήτριας ταινίας έχουν μόνο οι ευρωβουλευτές: ψηφίζουν μία, δύο ή τρεις φορές ανάλογα με το πόσες από τις ταινίες είδαν. Η απονομή του βραβείου στη νικήτρια ταινία θα λάβει χώρα αύριο Τετάρτη 22 Οκτωβρίου από τον Πρόεδρο του ΕΚ Hans-Gert Pöttering στο πλαίσιο της συνόδου της ολομέλειας του ΕΚ στο Στρασβούργο.

Οι περσινές τρεις φιναλίστ ταινίες ήταν οι Auf der Anderen Seite (Στην Άκρη του Παραδείσου) του Fatih Akin, 4 luni, 3 septamini si 2 zile (4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες) του Cristian Mungiu, και Belle Toujours (Ωραία για πάντα) του Manoel de Oliveira. Το βραβείο απονεμήθηκε στην Άκρη του Παραδείσου (ιδού και το σχετικό δελτίο τύπου). Το μάλλον καλαίσθητο έπαθλο που θα λάβει ο σκηνοθέτης της νικήτριας ταινίας απεικονίζει έναν πύργο της Βαβέλ χτισμένο από φιλμ. Ο συμβολισμός αυτός προσφέρεται βεβαίως για αρκετά κακεντρεχή σχόλια για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τα προβλήματα που ενίοτε προκαλεί η πολυγλωσσία στις εργασίες του ΕΚ, αλλά η επιλογή αυτή έγινε συνειδητά με σκοπό να συμβολίζει το βραβείο μια «θετική» έκδοση του πύργου της Βαβέλ, μια εκδοχή δηλαδή όπου η γλωσσική και πολιτιστική ποικιλομορφία δεν οδηγούν τον πύργο σε κατάρρευση...Εκτός της ιδιαιτερότητας ότι το βραβείο αυτό είναι το μόνο -αν δεν κάνω λάθος- που απονέμεται από ένα κοινοβούλιο, έχει δυνητικά και τη μεγαλύτερη κριτική επιτροπή καθώς αυτή θεωρητικά αποτελείται από τους 785 ευρωβουλευτές. Όσον αφορά τον προγραμματισμό τώρα, είναι μάλλον υπερβολικές οι φετινές 19 προβολές για καθεμιά από τις τρεις ταινίες. Κατά την ταπεινή μου άποψη θα μπορούσαν να έχουν επιλεγεί πέντε ταινίες που θα προβάλλονταν λιγότερες φορές. ( Ιδού και το δελτίο τύπου του ΕΚ για το βραβείο, ιδού και η τρίγλωσση επίσημη ιστοσελίδα των βραβείων.)

Το βραβείο Lux

Λίγα λόγια όμως για τις τρεις φετινές υποψήφιες ταινίες με την σειρά που τις είδα:

Delta

«Το Delta (2008, 92') (Γερμανία, Ουγγαρία) του Kornél Mundruczó καταπιάνεται με τη σχέση ανάμεσα σε έναν νέο άνδρα, που επιστρέφει στο απομακρυσμένο χωριό του στο Δέλτα του Δούναβη, και την ετεροθαλή αδερφή του, την ύπαρξη της οποίας μέχρι πρότινος αγνοούσε. Η μεταξύ τους σχέση θα δοκιμάσει τις αντοχές της τοπικής κοινωνίας.» Κάπως έτσι θα περιέγραφα την ταινία αν ήθελα να εκδικηθώ τους υποψήφιους θεατές της. Όταν την έβλεπα, κάτι μου θύμιζε το σενάριο, τελικά μετά τσέκαρα τον σκηνοθέτη και επαληθεύτηκα. Ο ίδιος σκηνοθέτης έχει καταπιαστεί με ακριβώς το ίδιο θέμα σε μικρού μήκους που ήταν τμήμα της ενδιαφέρουσας συλλογικής ταινίας Lost and Found. Και σ’ αυτήν όμως, η δική του μ.μ. ήταν μάλλον η πιο αδύναμη, ενώ παρά τον τίτλο της και τη διάρκειά της («Shortlasting Silence», τι ειρωνεία) μου φάνηκε ατελείωτη. Ε πολλαπλασιάστε την αίσθησή αυτή αντίστοιχα. Η ταινία πάσχει σοβαρά στο μοντάζ, παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές να καρφώνουν αμίλητοι ένα-ένα τα καρφάκια στα ξύλα για να φτιάξουν την καλύβα-αυθαίρετό τους δίπλα ή μάλλον πάνω στο ποτάμι, που και που ανταλλάσσουν και καμιά αδιάφορη ατάκα, ενώ μακράν ομιλητικότερος πρωταγωνιστής είναι η χελώνα. Το μόνο που διασώζεται από το Delta (αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην επιδοθούμε σε ερμηνευτικές κουράσεις ανευρίσκοντας μεταξύ άλλων αναφορές στον Τελευταίο Δείπνο) είναι η υπέροχη φωτογραφία των παραλίμνιων τοπίων και η μουσική -κοινώς, βίντεοκλιπ. Για την οποία μουσική υπεύθυνος είναι ο πρωταγωνιστής Felix Lajko, ο οποίος είναι αρκετά διάσημος στην Ουγγαρία μουσικός παραδοσιακής μουσικής με συνεργασίες από Boban Markovic μέχρι Noir Desir. Στην προσωπική του ιστοσελίδα μπορείτε να ακούσετε και αποσπάσματα από τη βραβευμένη μουσική της ταινίας. Πραγματικά αναρωτιόμουν μετά την προβολή γιατί επιλέχθηκε η ταινία αυτή στις τρεις φιναλίστ. Τότε είδα ότι είχε κερδίσει κάποια βραβεία, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει κάτι. Εκτός από το βραβείο καλύτερης ταινίας στην Ουγγαρία, κέρδισε στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σεράγεβο το βραβείο CICAE (Διεθνής Συνομοσπονδία Καλλιτεχνικών Σινεμά), ενώ στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα και τελικά έφυγε με το βραβείο FIPRESCI. Η ταινία από ό,τι είδα θα παιχτεί τον Νοέμβρη και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του τμήματος Focus που θα έχει ως θέμα το «Κοινόβιο 2008». Γενικώς, συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό την κριτική του Παναγιώτη Παναγόπουλου στην Κ. Ιδού και το τρέιλερ της ταινίας, που πιστεύω αρκεί:

Πολίτης Χάβελ

Obcan Havel, (2008, 119') των Miroslav Janek και Pavel Koutecký (Τσεχία). Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι μάλλον μοναδικό στο είδος του: στο πέρασμα 13 ετών, το συνεργείο γύρισε 45 ώρες φιλμ ακολουθώντας την δεκαετή πορεία του Χάβελ ως Προέδρου της Τσεχίας από το 1993 έως το 2003. Βλέπουμε τον Χάβελ σε διάφορες στιγμές, δημόσιες ή και σχεδόν ιδιωτικές, με τους συνεργάτες του, με τους πολιτικούς του αντιπάλους, με την πρώτη και μετέπειτα τη δεύτερη σύζυγό του. Highlight της ταινίας: η ξενάγηση των Rolling Stones στο Προεδρικό Μέγαρο κατά την οποία τα μάτια του Χάβελ λάμπουν από χαρά, η στιγμή που ο Κλίντον παίζει το Summertime στο Reduta jazz club με το σαξόφωνο που του χάρισε ο Χάβελ, το συγκινητικό του άγχος να είναι όλα τέλεια στην κηδεία της πρώτης του γυναίκας, οι διαδοχικές διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, το πάρτι που διοργανώνει στο Προεδρικό Μέγαρο με καλεσμένους από υπουργούς μέχρι φίλους του underground καλλιτέχνες, και οι προετοιμασίες για την Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Πράγα το 2002, στην οποία δίπλα στον Χάβελ φαίνεται και το ζεύγος Σημίτη…

Ο Χάβελ παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ απόλυτα ευάλωτος, γεμάτος ατέλειες, ελαττώματα και ιδιοτροπίες, με τικ και μορφασμούς που αγγίζουν ενίοτε τα όρια του παροξυσμού, τελικά ανθρώπινος. Αν κάτι πιστεύω μεταφέρει ατόφιο το έργο αυτό είναι ο απόλυτος ρεαλισμός, σε σημείο κυνισμού, που είχε ως πολιτικός, η εγγενής και εξαρχής απογοήτευσή του για την αποστολή και το αξίωμά του, καθώς είχε επίγνωση των πεπερασμένων δυνατοτήτων του να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα στη χώρα του. Μέσα από το ντοκιμαντέρ βλέπουμε πως ο Χάβελ, αντί να προσπαθεί να δημιουργήσει την εικόνα ενός πολιτικού σωτήρα, απομυθοποιείται πλήρως με δική του πρωτοβουλία, γιατί απλούστατα δεν πιστεύει σε μύθους. Φαίνεται πως πιστεύει ότι η μόνη αρετή που τελικά μπορεί να διασώσει έναν πολιτικό είναι η ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους, η ίδια δηλαδή που καταδικάζει και σε αποτυχία την πολιτική του καριέρα. Η ταινία μας "εξοικειώνει" με τον Χάβελ, αλλά δεν προσφέρει την τηλεοπτική αυτή οικειότητα που αποκτά το κοινό βλέποντας π.χ. πολιτικούς να σουβλίζουν αρνί, να διαβάζουν τα παιδιά τους, ή να αγοράζουν φασολάκια · μια οικειότητα που στην ουσία μας εξαναγκάζει να τους συγχωρέσουμε τα δημόσια λάθη τους. Η ταινία αντιθέτως παρουσιάζει έναν Χάβελ που συνειδητά ακροβατεί συνεχώς μεταξύ σωστού και λάθους. Τα όρια άλλωστε μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου του είναι ασαφή, καθώς τα πολιτικά διλήμματα και η συναίσθηση της ευθύνης τον διακατέχουν κάθε στιγμή. Πρόκειται για το πλήρες ξεγύμνωμα (ή μάλλον γυμνό πορτρέτο) του πολιτικού Χάβελ, ο οποίος καθ' όλο το διάστημα που ήταν Πρόεδρος δεν έπαψε βεβαίως να είναι ταυτόχρονα και ο καλλιτέχνης και ο στοχαστής Χάβελ. Διάβασα ότι ο Ken Loach είπε πρόσφατα στο Πανόραμα της "Ε" ότι το σινεμά πρέπει να θέτει ερωτήματα στους κυβερνώντες· το ντοκιμαντέρ αυτό μας προσφέρει τη σπάνια ευκαιρία να δούμε έναν πολιτικό που θέτει ο ίδιος τα ερωτήματα.
Αποσπάσματα από την ταινία:

Η Σιωπή της Λόρνα

Le silence de Lorna, (2008, 105') των Jean-Pierre και Luc Dardenne (Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία). Όταν είδα την Ροζέτα των Dardenne στο σινεμά το 1999 (αν δεν κάνω λάθος με τον Μιχάλη, σωστά;), άρχισα να σκέφτομαι ότι μάλλον δεν μου αρέσουν οι ταινίες τους και ότι μάλλον δεν μου αρέσουν οι ταινίες που κερδίζουν τον Χρυσό Φοίνικα…Η ιστορία Καννών και Dardenne είναι ενδιαφέρουσα: μετά την Ροζέτα, το 2002 ο αγαπημένος τους ηθοποιός Olivier Gourmet κέρδισε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού για την ταινία τους Ο γιος, που δεν μου άρεσε. Το 2005 οι Dardenne κέρδισαν για δεύτερη φορά τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία τους Το παιδί, που επίσης δεν μου άρεσε. Η Σιωπή της Λόρνα, δε, ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα αλλά κέρδισε τελικά το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου.

Η Λόρνα είναι ταινία των Dardenne με τα όλα της: η Λόρνα, νεαρή Αλβανίδα που απέκτησε την βελγική υπηκοότητα χάρη στον γάμο της με τον τοξικομανή βέλγο Claudy, συμμετέχει στα σχέδια του μικρομαφιόζου Fabio, με σκοπό να μπορέσει τελικά να ανοίξει ένα σνακ μπαρ μαζί με τον φίλο της Sokol. Έχουμε μια ιστορία αντιηρώων που προκειμένου να πετύχουν τους μάλλον πεζούς και όχι τόσο φιλόδοξους στόχους τους δεν δείχνουν κανέναν ενδοιασμό να παρανομήσουν λίγο ή (πολύ) πιο πολύ. Η Λόρνα όμως, αρχικά απολύτως συνειδητοποιημένη και προσηλωμένη στους στόχους αυτούς, μετανιώνει και τελικά εξεγείρεται σιωπηλά. Ως συνήθως, η ιστορία διαδραματίζεται σε μια καταθλιπτική βελγική πόλη, εν προκειμένω την Λιέγη, και χτίζεται σιγά-σιγά μέσα από τους διαλόγους και τις πράξεις των πρωταγωνιστών, κοινώς κατά το γνωστό ντοκιμαντερίστικο στυλ των Dardenne, χωρίς μουσική, off αφήγηση ή άλλα τέτοια περιττά. Να πω την αλήθεια, αν και κάθε φορά που βλέπω μια ταινία τους λέω ότι θα είναι η τελευταία, αυτή την φορά μπορώ να πω ότι σχεδόν μου άρεσε. Η κάμερα στο χέρι που στον "Γιο" μου είχε προκαλέσει πονοκέφαλο εδώ ευτυχώς έχει εγκαταλειφθεί (άλλωστε εν έτει 2008 been there, done that), στους διαλόγους υπάρχουν αρκετές κωμικές στιγμές που κάνουν την ταινία όχι βέβαια ανάλαφρη αλλά τουλάχιστον πιο ισορροπημένη και η πλοκή είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα. Αν κάτι δεν μου άρεσε στην ταινία τους αυτή, όμως, ήταν η τελική έκβασή της, που κατά την άποψή μου δεν ήταν και τόσο αληθοφανής. Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους Dardenne (εμμονή με την μιζέρια μεταξύ άλλων), αλλά τουλάχιστον τα σενάριά τους ήταν πάντοτε πιστευτά. Στην Λόρνα όμως το τέλος, και ειδικά η σκηνή στο αυτοκίνητο και έπειτα, δεν με έπεισε. Αν μη τι άλλο, από την Λόρνα θα περίμενα τουλάχιστον φεύγοντας να μην ξεχάσει την τσάντα της…

Αυτά και θα επανέλθω με την νικήτρια ταινία. Από τις παραπάνω "αντικειμενικές" περιγραφές φαντάζομαι ξέρετε ποια είναι η προσωπική μου προτίμηση.

ΓΚ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καταρχάς χαιρόμαστε για την επιστροφή των "αντικειμενικών" περιγραφών, όπως γράφει ο ίδιος, του Γιώργου και αναμένουμε τα νέα για την νικήτρια ταινία των βραβείων.
Κατά δεύτερον ζητάμε συγνώμη για τις "περίεργες" γραμματοσειρές που εναλλάσσονται στο κείμενο, αλλά μερικές φορές word και blogger τείνουν να διαφωνούν μεταξύ τους.

lafkadio είπε...

Μου άρεσε πάρα πάρα πολύ η ταινία! Κι εγώ είχα περάσει διάφορα με τους Νταρντέν. Στην Ροζέτα υπέφερα, δεν μπορούσα να περιμένω να τελειώσει. Το "παιδί" ήταν η καθοριστική στιγμή που με κέρδισαν, μετά με ενθουσίασε η Λόρνα, και τι να πω, αν ξαναδώ τώρα την Ροζέττα μάλλον θα μου αρέσει και αυτή! Το τέλος της μου άρεσε πάρα πάρα πολύ!