21/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2)

Tony Manero (Pablo Larrain, 2008)


Αν και δεν είχα ακούσει τίποτα για την χιλιανή ταινία Tony Manero, με κέρδισε όταν διάβάσα την περίληψη της πλοκής: "Μεσούσης της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή, ο πενηντάχρονος Ραούλ Περάλτα επιθυμεί διακαώς να υποδυθεί τον Τόνι Μανέρο, ρόλο που ενσάρκωνε ο Τζον Τραβόλτα στο «Πυρετός το Σαββατόβραδο». Ο Ραούλ ηγείται μιας χορευτικής ομάδας που δίνει συστηματικά παραστάσεις σ’ ένα μπαρ. Κάθε Σάββατο απόγευμα, εκφράζει το πάθος του για τη μουσική της ταινίας μιμούμενος το είδωλό του. Το όνειρό του να αναγνωριστεί ως αστέρι της σόουμπιζ φτάνει πολύ κοντά στην πραγματοποίησή του όταν η κρατική τηλεόραση ανακοινώνει ένα διαγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου Τόνι Μανέρο. Η επιθυμία του Ραούλ να μοιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο στο είδωλό του, τον οδηγεί σε μια σειρά εγκλημάτων και ληστειών. Εντωμεταξύ, οι συνάδελφοί του που έχουν εμπλακεί σε αντικαθεστωτική δράση, καταδιώκονται απ’την μυστική αστυνομία." Τελικά δεν είδα ακριβώς αυτό που περίμενα. Περίμενα μάλλον μια κωμική, ξεκαρδιστική ταινία, έτσι για να περάσει ευχάριστα το απόγευμα. Όμως η ταινία του Pablo Larrain αποδείχθηκε πιο σκοτεινή από τα αναμενόμενα. Το χιούμορ ήταν μαύρο, η πορεία του πρωταγωνιστή προς τη δόξα ήταν σημαδεμένη από αίμα, βία, δειλία, κυνισμό, διαστροφή, μεγαλομανία. Και πάνω απ΄όλα αδιαφορία για τα τεκταινόμενα γύρω του, για τα εγκλήματα της δικτατορίας του Πινοτσέτ και τον αντικαθεστωτικό αγώνα. Ίσως η μαύρη αυτή κωμωδία να είναι τελικά ένα σχόλιο για τις συμπεριφορές που οδήγησαν μια ολόκληρη χώρα στο σκοτάδι της δικτατορίας. Και ο ήρωας είναι το κατάπτυστο δείγμα του υποδουλωμένου ανθρώπου. Μπορεί σε ορισμένες στιγμές η ταινία να γίνεται σχετικώς ανυπόφορη, αλλά το σίγουρο είναι ότι επιτυγχάνει στη δημιουργία της ζοφερής ατμόσφαιράς της. Κουβεντιάζοντας με τον Gerardo Naranjo, μεξικανό σκηνοθέτη του Voy a explotar, που εκμυστηρεύτηκε ότι η χιλιανή ταινία ήταν ό,τι καλύτερο είδε στο φεστιβάλ. Απόρησα, και θέλησα να μάθω το λόγο, και ένα του επιφώνημα αρκούσε για να με πείσει: ουφφφφφφ! Όσο για τον σπουδαίο πρωταγωνιστή, έχω την αίσθηση πως μοιάζει περισσότερο με τον χιλιανό Πατσίνο, παρά με τον Τραβόλτα.

Lake Tahoe
(Fernando Eimbcke, 2008)


Είχα προσπαθήσει ήδη να το δω στο Βερολίνο αλλά δεν τα είχα καταφέρει, και τελικά τα κατάφερα στη Θεσσαλονίκη, και μπορώ να πω ότι ήταν από τις αγαπημένες μου. Στο Βερολίνο είχε κερδίσει το βραβείο FIPRESCI και το βραβείο Alfred Bauer, ενώ στο παρελθόν είχε παρουσιαστεί και η προηγούμενη ταινία του στη Θεσσαλονίκη, το Κυνήγι της πάπιας κερδίζοντας το κοινό, αλλά και το βραβείο σκηνοθεσίας. Η δεύτερη ταινία του Eimbcke ξεχωρίζει για την απλότητα και την αμεσότητά της, το αφαιρετικό χιούμορ της και τον ανθρωπισμό της. Βασικό της θέμα είναι απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, συγκεκριμένα του πατέρα του εφήβου πρωταγωνιστή, η οποία όμως αποκαλύπτεται σταδιακά, μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων και συναντήσεων. Αφετηρία της ταινίας είναι το τρακάρισμα του Juan με το αυτοκίνητο, που τον οδηγεί στην αναζήτηση κάποιου μηχανικού για την επιδιόρθωση. Κάπως έτσι θα γνωριστεί με έναν γέρο μηχανικό και το σκύλο του, με έναν απίθανο νεαρό οπαδό του Bruce Lee, μια συνομίληκη μουσικόφιλο στην οποία θα βρει παρηγοριά. Ο μεξικανός σκηνοθέτης χρησιμοποεί κυρίως το οπτικό χιούμορ, θυμίζοντας βωβό κινηματογράφο ή κωμωδίες του Jacques Tati. Κυριαρχεί στην τεχνική του η συνεχης χρήση του fade-to-black, που άλλοτε λειτουργεί ως χρονική διαδοχή, άλλοτε ως ακουστικό χιούμορ (όπως είπε ο ίδιος τον επηρέασε μια φράση του Bresson, περί της φαντασιακής δύναμης του ματιού), άλλοτε ως οικονομία όταν τα μέσα του δεν του επιτρέπουν να αναπαραστήσει κάτι στην οθόνη (πχ. το ατύχημα). Αναπτύσσει γοητευτικούς χαρακτήρες, εφήβους ή παιδιά. Ο μόνος ενήλικας άλλωστε, όπως λέει και ο σκηνοθέτης, ο γέρος μηχανικός είναι και αυτός εξίσου παιδί. Θεωρεί ότι στα παιδιά υπάρχει μια αγνότητα που στους ενήλικες ηθοποιούς έχει χαθεί και γι' αυτό του αρέσει και να δουλεύει με ανήλικες. Τελικά η προσπάθεια αντιμετώπισης της απώλειας οδηγεί στην ανθρώπινη επαφή, στην τρυφερότητα ως παρηγοριά. Κατά την βράβευσή του στο Βερολίνο, η Λίμνη Τάχο είχε διακριθεί ως ταινία που ανοίγει νέες προοπτικές στον κινηματογράφο. Αυτή η δυσεύρετη αρετή της είναι η αδιαμεσολάβητη απλότητα.


Mandabi
(Ousmane Sembene, 1968)


Ο περσινός χαμός του Ousmane Sembene στέρησε την αφρικάνικη ήπειρο από έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές της. Το φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης επέλεξε να τον τιμήσει, προβάλλοντας το σύνολο του έργου του. Ο Sembene, γεννημένος στην Σενεγάλη, πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Γάλλων. Μετά τον πόλεμο, ήρθε να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου δούλεψε στο εργοστάσιο της Citroen, και αργότερα στο λιμάνι της Μασσαλίας, και έγινε μέλος της CGT και του ΚΚΓ. Η πρώτη του ενασχόληση με την τέχνη έρχεται μέσα από τη λογοτεχνία και ήδη από τα πρώτα του έργα κερδίζει το ενδιαφέρον της κριτικής. Αφού όμως επιστρέφει στην πατρίδα του, ύστερα από μια μακρόχρονη παραμονή στην Ευρώπη, συνειδητοποιεί ότι τα μυθιστορήματά του δεν μπορεί να τα διαβάσει παρά μόνο η ελίτ της Σενεγάλης. Αποφασίζει λοιπόν να στραφεί στον κινηματογράφο, που μπορεί να γίνει κατανοητός από πολύ πλατύτερο κοινό. H πρώτη του ταινία, προερχόμενη από ένα διήγημά του, La Noire de..., είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που γυρίζεται στην υποσαχάρια Αφρική, εν έτει 1966, και θα αποσπάσει μάλιστα το βραβείο Jean Vigo. Θα στρέψει επίσης το ενδιαφέρον του υπόλοιπου κόσμου προς την κινηματογραφική δημιουργία στην Αφρική. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Sembene θα συνεχίσει να κερδίζει βραβεία και να προκαλεί την κοινή γνώμη, όπως με το Ceddo, όπου προκαλεί το μένος των μουσουλμάνων, ή πιο πρόσφατα με το Moolade, ενάντια στην κλειτοριδεκτομή. Το έργο του διέπεται πάντα από κοινωνικοπολιτικές αναφορές και στόχος του είναι να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του προκειμένου να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο και το συμπέρασμα της ταινίας που είδα εδώ στη Θεσσαλονίκη, του Mandabi (Το έμβασμα), προερχόμενης από το ομώνυμο διήγημά του, το οποίο μάλιστα είχε τύχει να διαβάσω κάποια στιγμή στη Γαλλία. Αντίθετα με το διήγημα, όπου η ιστορία περιγράφεται πολύ λιτά και περιληπτικά, στην ταινία εμβαθύνει στην κατάσταση που επικρατεί στην χώρα του τόσο πολιτικά, όσο και στις καθημερινές συνήθειες των συμπατριωτών του. Αφορμή για την πλοκή αποτελεί ένα έμβασμα που φτάνει από το Παρίσι, από τον ανιψιό του πρωταγωνιστή. Επειδή δεν έχει αστυνομική ταυτότητα, προκειμένου να πάρει στα χέρια του τα χρήματα, ο Ιμπραίμ Ντιενγκ θα μπει σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας και διαφθοράς, καταχρεώνοντας την οικογένειά του, ερχόμενος σε ρήξη με τους λαίμαργους φίλους του που θέλουν να αρπάξουν ένα κομμάτι. Τελικά όχι μόνο δεν παίρνει τα λεφτά, αλλά πέφτει θύμα εκμετάλλευσης από έναν επιχειρηματία, που θέλει να του πάρει το σπίτι.
Στην πορεία της περιπέτειας του ήρωα, ο Sembene κατορθώνει να παρουσιάσει γλαφυρά και με χιούμορ την παρακμή της κοινωνίας της Σενεγάλης. Δείχνει τις συνέπειες της έλλειψης μόρφωσης, όπου ο ήρωας μπορεί να πέσει θύμα του οποιουδήποτε μορφωμένου, της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας, της προσκόλλησης στο χρήμα και στα υλικά αγαθά, της φτώχειας πάνω από όλα. Η καταστροφική λειτουργία του εμβάσματος φυσικά έχει και συμβολικό νόημα: η Αφρική δεν μπορεί να περιμένει τη σωτηρία της από τα χρήματα που έρχονται από την Ευρώπη. Γι' αυτό και βάζει και έναν από τους χαρακτήρες του να λέει στο τέλος της ταινίας: "το μέλλον της Σενεγάλης ανήκει σε μένα και σε σένα, μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα." Αυτό ήταν άλλωστε και το προσωπικό όραμα του Sembene, το οποίο προσπάθησε να πραγματώσει μέσα από το έργο του.
Μ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: