24/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3)

Three Blind Mice (Matthew Newton, 2008)


Δεν είχα σκοπό να πάω αρχικά, αρκετά με ταινίες με στρατιώτες που φεύγουν για το μέτωπο σκεφτόμουν, αλλά στην πορεία γνώρισα την πρωταγωνίστρια της ταινίας Gracie Otto, η οποία με έπεισε να μπω στην αίθουσα. Και τελικά δεν απογοητεύτηκα. Η ταινία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μια νύχτας, όπου τρεις αξιωματικοί του ναυτικού, εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, περνούν ένα βράδυ στο Σίδνεϋ πριν σαλπάρουν για το Ιράκ. Ο ένας, ο ζωηρός της υπόθεσης, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης, θέλει να καλέσει call-girls, να κάνει καμάκι και να περάσουν μια νύχτα γεμάτες συγκινήσεις. Ο δεύτερος φαίνεται πιο ώριμος και συγκροτημένος, θέλει να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του και τους γονείς της. Ο τρίτος είναι ο πιο ευαίσθητος, μαθαίνουμε από την αρχή ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του, και ότι σκέφτεται να λιποτακτήσει. Υπάρχει ένα μυστικό που ενώνει τους τρεις: ένα περιστατικό βασανισμού, όπου ο τελευταίος είναι το θύμα, και οι άλλοι δύο ο θύτης και ο καταδότης. Μέσα στη νύχτα και μέσα από διάφορες περιπέτειες, οι ρόλοι θα αντιστραφούν και τελικά τα πράγματα θα καταλήξουν διαφορετικά από ό,τι τα περιμέναμε. Πρόκειται για μια σφιχτή ταινία, με ακατάπαυστους διαλόγους και συνεχή κίνηση, με μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που προέρχεται από την αποκλειστική χρήση κοντινών πλάνων. Το πολιτικό στοιχείο απουσιάζει, ο σκηνοθέτης θέλει, όπως δήλωσε διαμέσου της πρωταγωνίστριάς του, να εστιάσει στις προσωπικές ιστορίες, στο πώς βιώνει ο καθένας ξεχωριστά την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας. Βέβαια, ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο καθένας τον στρατό δεν είναι άσχετο με τα πολιτικά του πιστεύω, ούτε με τον ρόλο του στρατού στην κοινωνία, όπως με την άποψη ότι ο στρατός σε κάνει πιο δυνατό. Τέλοσπαντων. Το Three Blind Mice απέσπασε χθες το βραβείο σεναρίου, εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνο, μου φάνηκε παραπάνω φλύαρη απ΄όσο χρειαζόταν, μια παύση, μια σιωπή θα έκανε το σενάριο ακόμα πιο αποτελεσματικό. Έτσι μετά από κάποια στιγμή γινόταν κουραστικό, δυσκολευόσουν να την παρακολουθήσεις. Πάντως πέρα από αυτό, ήταν μια ενδιαφέρουσα ταινία, και δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου.


Not Sool
(Noh Young-seok, 2008)



Όπως γράφει και ο φίλος Γ. Καλ., χάρη στον οποίο πήγα να το δω, το Πρωινό Μεθύσι ήταν μια μικρή αποκάλυψη του φεστιβάλ: η πρώτη ταινία ενός άγνωστου νεαρού σκηνοθέτη από την Κορέα, με πολύ χαμηλό μπάτζετ, έρχεται να μας διδάξει πόσο απλός είναι ο κινηματογράφος αν υπάρχει ταλέντο και θέληση. Ο Noh Young-seok, ελλείψει χρημάτων, τα κάνει όλα μόνος του με μια ψηφιακή κάμερα: παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, οπερατέρ, ηχολήπτης, διευθυντής φωτογραφίας και μουσικός. Για τις συνθήκες με τις οποίες έγινε το γύρισμα λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Μια παρέα φίλων αποφασίζουν να πάνε μαζί εκδρομή, προκειμένου να βοηθήσουν τον πρωταγωνιστή να ξεχάσει την πρώην κοπέλα του. Φτάνοντας όμως στον προορισμό του, ο ήρωας θα ανακαλύψει ότι είναι μόνος. Οι μοναχικές διακοπές του επιφυλάσσουν πολλές δυσάρεστες περιπέτειες, κακοτυχίες, παρεξηγήσεις, και όλα αυτά με άφθονο αλκοόλ. Επιτέλους γελάσαμε σε μια ταινία, χάρη στο έξυπνο και υπόγειο χιούμορ της. Μας έφτιαξε το σαββατοκύριακο, όπως είπε στο σκηνοθέτη και ένας θεατής από τη Σκοτία. Εκείνος δήλωσε ότι ελπίζει τώρα να κάνει μια ακόμα καλύτερη ταινία για να μας ξαναεπισκεφτεί. Του το ευχόμαστε. (Με σοκάρουν τις περισσότερες φορές οι ερωτήσεις του κοινού, όπως: "πίνετε τόσο πολύ στην Κορέα;" ή "κοιμάστε όντως στο πάτωμα;", ιδίως όταν κάποιος παιδεύεται για να μεταφραστούν σε τρεις γλώσσες.)


Μικρό Έγκλημα (Χρίστος Γεωργίου, 2008)


Τα ελληνικά νησιά είχαν φέτος την τιμητική τους στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Νίσυρος, Αμοργός, Μακρόνησος, Σίφνος, Κέρκυρα, και το πιο αναπάντεχο απ' όλα Θηρασσιά. Αυτό το μικρό νησάκι απέναντι από την Σαντορίνη είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται αυτή η ευφάνταστη κωμωδία, με τον Άρη Σερβετάλη στο ρόλο του τοπικού μπάτσου που προσπαθεί να εξιχνιάσει το θάνατο ενός κατοίκου του νησιού. Χάρη στην έρευνά του θα ανακαλύψει διάφορα μικρά μυστικά που συνδέουν τους διάφορους χαρακτήρες και θα ερωτευτεί την κόρη του πεθαμένου. Το σενάριο του Χρίστου Γεωργίου εκμεταλλεύεται τις γνωστές εμμονές μιας ελληνικής κλειστής κοινωνίας της υπαίθρου, με το κουτσομπολιό, τις θεωρίες συνομωσίας, την ασύμβατη τουριστική εκμετάλλευση του ελληνικού τοπίου, το κόλλημα με την τηλεόραση, τη γελοιότητα του έργου της αστυνομίας στα νησιά. Ωστόσο, παρότι υπάρχουν αρκετές αστείες στιγμές, είναι και πάλι αυτό το χοντροκομμένο χιούμορ, που κάτι μου θυμίζει από σήριαλ, παράδειγμα η θεσσαλονικιά προφορά του μπάτσου, εύκολο χιούμορ ρε γαμώτο. Νομίζω ότι αν δεν υπέκυπτε στον πειρασμό του εύκολου θα ήταν πολύ καλύτερη ταινία. Βέβαια στο κοινό αρέσει αν κρίνουμε και από τη βαθμολογία που έχει πάρει. Και θα πάει καλά, το πιστεύω. Πάντως ο Σερβετάλης ξεχωρίζει για μια ακόμη φορά, γιατί ίσως δεν έχει αυτή την υπερβολή, όπως ξεχώριζε και στην τηλεόραση. Καλή και η Ράνια Οικονομίδου στον ρόλο της μάνας. Θα κρατήσω τη σκηνή που πέφτουν στη θάλασσα πίσω από το πλοίο, αχ μου θύμισε τη Σίκινο, οι συνήθειες στα μικρά νησιά δεν αλλάζουν.



Νυχτερινός επιβάτης - Οι Σφουγγαράδες (Μάνος Ζαχαρίας)


Το φετινό φεστιβάλ απέτισε φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες, που έζησε και δημιούργησε στην Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότερες ταινίες του έχουν ελληνική θεματολογία και διέπονται από την αγάπη του για την γενέτειρά του. Συμμετείχε στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο και οργάνωσε μαζί με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Στη συνέχεια μετανάστευσε στην Τασκένδη, όπου φοίτησε στη σχολή σκηνοθεσίας. Από το 1956 έως το 1977 γύρισε συνολικά 12 ταινίες, στα στούντιο της Μοσφίλμ, για να επιστρέψει αργότερα στην Ελλάδα και να εργαστεί πρώτα στο Υπουργείο Πολιτισμού, ύστερα στο ΕΚΚ, και τελικά στην ΕΡΤ.
Η ταινία του Οι Σφουγγαράδες θεωρείται δικαίως ως μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες. Γυρισμένη στην Κριμαία το 1960, αποτελεί μια ερωτική ιστορία, όπως μας προειδοποίησε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που εκτυλίσσεται σε ένα νησί του Αιγαίου, υποθέτουμε την Κάλυμνο. Κλασική ιστορία αγάπης, ερωτευμένο ζευγάρι, ο άντρας είναι φτωχός, ο πατέρας της κοπέλας αντιτίθεται στο γάμο, τελικά πείθεται αν πάει ο Νικολός να δουλέψει ως σφουγγαράς, ο καπετάνιος όμως υποχρεώνει τους δύτες να μένουν παραπάνω απ' ό,τι αντέχουν στο βυθό, γίνεται το ατύχημα, ο Νικολός μένει παράλυτος. Επιστρέφοντας, επιμένει να παντρευτεί τη Λενιώ, παντρεύονται κρυφά, όμως δεν μπορεί να της προσφέρει τα απαραίτητα και αυτοκτονεί ξαναβουτώντας για σφουγγάρια. Το ενδιαφέρον λοιπόν της ταινίας δεν είναι τόσο η πλοκή, όσο όλα τα υπόλοιπα: η λαογραφική ματιά, το δυναμικό μοντάζ, ιδιαίτερα στις σκηνές στη θάλασσα, η θαυμάσια φωτογραφία που αναπαριστά μοναδικά το άγριο ελληνικό τοπίο (κατά τον κ. Ζαχαρίας είναι αποκλειστικό δημιούργημα του Αρμένη διευθυντή φωτογραφίας
Gavriil Egiazarov), η μουσική, με τις πρωτότυπες διασκευές ελληνικών κομματιών αλλά και τα πομπώδη κομμάτια της. Σύμφωνα με τον κ. Ζαχαρία, το μόνιμο θέμα που διέπει τις ταινίες του είναι αυτό της προσωπικής ευθύνης. Το ίδιο συμβαίνει λοιπόν και εδώ: ο Νικολός παίρνει επάνω του την ευθύνη για την δυστυχία της Λενιώς και αυτοκτονεί. Υπάρχει βέβαια και το θέμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αλλά παραμένει δευτερεύον για την ιστορία αυτή. Σε ερώτηση κατά πόσο ενοχλήθηκε από τη λογοκρισία για τη συγκεκριμένη ταινία, ο σκηνοθέτης απάντησε "Καθόλου", βέβαια δεν άρεσε το τέλος με την αυτοκτονία, αλλά δικαιολογήθηκε χάρη στις "ελληνικές, τραγικές" ρίζες του. Εντυπωσιακό στατιστικό: Οι σφουγγαράδες είχαν κόψει 20 εκατομμύρια εισιτήρια στη Σοβιετική Ένωση, μόνο στην πρώτη προβολή, και προβάλλονται ώς και σήμερα στην τηλεόραση. Και θα συμφωνήσουμε με τον κ. Ζαχαρία, ότι η ταινία του κρατιέται ακόμα μια χαρά, 50 χρόνια μετά.
Το ίδιο και για την λίγο μεταγενέστερη ταινία του, Νυχτερινός Επιβάτης, ένα νυχτερινό road movie, σχόλιο για τη γαλλο-αλγερινη διένεξη. Ένας Γάλλος μεταφέρει για χάρη μιας φίλης του έναν Αλγερινό στα σύνορα με την Ελβετία, αγνοώντας όμως ότι μεταφέρει μαζί του το ταμείο του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας. Όταν το μαθαίνει εξοργίζεται, θεωρώντας ότι τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να σκοτώσουν συμπατριώτες του. Ο Αλγερινός, τον οποίον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, του λέει ότι πρέπει να διαλέξει ποιος έχει το δίκιο, με ποιανού την πλευρά θέλει να είναι, και αν δεν θέλει να είναι μαζί του, να τον παραδώσει στην αστυνομία. Η σκέψη στριφογυρίζει στο κεφάλι του, όμως τελικά θα αναλάβει την ευθύνη, θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους και θα τον οδηγήσει ο ίδιος μέχρι τα σύνορα. Σαφώς πιο ευρωπαϊκό το ύφος αυτής της ταινίας, παίρνει θέση για ένα φλέγον ζήτημα της εποχής, αναδεικνύοντας εξάλλου τον ρατσισμό των Γάλλων, στην σκηνή της ταβέρνας.
Ιδιαίτερα συμπαθής μου φάνηκε ο κος. Ζαχαρίας, που απάντησε υπομονετικά σε όλες τις ερωτήσεις, ωστόσο θεωρώ απαράδεκτη την άρνηση μεταφραστών να μεταφράζουν στα αγγλικά έστω και αν υπάρχει στην αίθουσα μόνο ένας ξένος θεατής. Διεθνές δεν είναι το φεστιβάλ;
Εδώ και εδώ μπορεί να δει κανείς το ντοκυμαντέρ που γύρισε ο Μάνος Ζαχαρίας στο Γράμμο-Βίτσι με το συνεργείο του Δ.Σ., όχι βέβαια στην καλύτερη δυνατή ποιότητα.

Μ.Μ.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Οι παρουσιάσεις σου έχουν πολύ ενδιαφέρον. Δύσκολα βρίσκουμε απόψεις και κριτικές για μερικές ταινίες του φεστιβάλ. Ξέρεις άλλωστε πόσο επιλεκτικά και με τι ιδιοτέλεια λειτουργούν οι κριτικοί. Από την άλλη αυτό που συνήθως περιγράφουν είναι ό,τι γυαλίζει. Αληθεύει ας πούμε ότι το φετινό φεστιβάλ είναι τόσο γκλαμουράτο; Αξιζε τον κόπο να τιμηθεί ο Ολιβερ Στόουν; Και με την ευκαιρία ποιά η άποψή σου για την παρουσία του Αγγελόπουλου και της ταινίας του στο φστιβάλ;

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είχα κάμποσα χρόνια να πάω στο φεστιβάλ οπότε δεν μπορώ να πω αν ήταν πιο γκλαμουράτο από άλλες φορές. Μου άρεσε πάντως το κλίμα, μερικές φορές βέβαια στα πάρτι ένιωθα πως ήμουν σε πάρτι της ΔΑΠ. Ο Όλιβερ Στόουν φυσικά αξίζει να βραβευτεί για τα παλαιότερα έργα του αλλά όχι για τα τελευταία όπου έχει ξεφτιλιστεί εντελώς. Και φυσικά ήρθε στην Ελλάδα όπως πάει και αλλού στην Ευρώπη για να διαφημίσει την ταινία του που πάει κατά διαόλου στην Αμερική. Την ταινία του Αγγελόπουλου δεν την είδα, δεν καιγόμουν και τόσο, αλλά θεωρώ θετικό που δεν μπήκε στα βραβεία και δήλωσε ότι θέλει να κάνει τόπο στα νιάτα (να το δούμε και στις επιχορηγήσεις βέβαια). Και αφού δεν πρόλαβε τις Κάννες και τη Βενετία, τι να κάνει αρκέστηκε στο δικό μας φεστιβάλ.